Featured | Έχοντας αναλύσει τη διανομή δορυφορικών προγραμμάτων με πολυδιακόπτες και με τη χρήση μονάδων QAM, στον παρόν άρθρο θα κοιτάξουμε τη νούμερο 1 επιλογή του κλάδου για επαγγελματικά δίκτυα, τη μετατροπή QPSK σε PAL, αλλά και την αρκετά παρεξηγημένη εφαρμογή της μεταλλαγής IF σε IF.
Διανομή δορυφορικών σημάτων με μετατροπή QPSK σε RF
Μέσα στα χρόνια, η τεχνολογία που έχει επικρατήσει για τη διανομή δορυφορικών προγραμμάτων είναι αυτή με τη χρήση μονάδων λήψης δορυφορικού σήματος QPSK και επεξεργασίας σε RF. Εν συντομία, οι μονάδες αυτές δέχονται στην είσοδό τους δορυφορικό σήμα QPSK, το αποκωδικοποιούν σε audio-video, το διαμορφώνουν σε σήμα RF, όπου και το οδηγούν στην έξοδό τους. Όπως καταλαβαίνετε, η λειτουργία τους ταυτίζεται με αυτή των οικιακών δεκτών. Όμως, η κατασκευή τους, η ανοχή τους και η ποιότητά τους, τελικά τους διαφοροποιούν από τους οικιακούς δέκτες και τους καθιστούν απαραίτητους για μια επαγγελματική εγκατάσταση.
Στην είσοδο κάθε μιας από τις μονάδες (κατακόρυφες φέτες) συντονίζεται ένα δορυφορικό κανάλι. Η κάθε μονάδα ανεξάρτητα, αναλαμβάνει τη επεξεργασία του σήματος εισόδου σε κανάλι RF. Έπειτα γίνεται μίξη των σημάτων εξόδου και στην τελική έξοδο του κέντρου λαμβάνουμε την κεντρική γραμμή για διανομή στο καλωδιακό δίκτυο. Για τη λήψη των σημάτων αυτών, δεν χρειάζεται πλέον μονάδα αποκωδικοποίησης και τα κανάλια μπορούν να προβληθούν απευθείας από μια οποιαδήποτε τηλεόραση. Ο αριθμός των μονάδων του κέντρου ταυτίζεται με τον αριθμό των καναλιών που απαιτεί η διανομή και με μεγάλη ευκολία μπορεί να αυξηθεί μετά την αρχική εγκατάσταση.
Στην αγορά, προσφέρονται μονάδες λήψης σήματος QPSK, χωρίς τη βαθμίδα διαμόρφωσης, οι οποίες μόνο με τη βαθμίδα αποκωδικοποίησης προσφέρουν έξοδο video-audio. Στην εφαρμογή τους δεν διαφέρουν από τις μονάδες που αναφέρθηκαν παραπάνω, εφόσον απαιτείται εξωτερικός διαμορφωτής για τη χρήση τους σε καλωδιακό δίκτυο. Οι εταιρίες όμως, με αυτόν τον τρόπο, μειώνουν το κόστος υλοποίησης της εφαρμογής, αφού μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαμορφωτές χαμηλού κόστους. Είναι αλήθεια ότι οι διαμορφωτές των μονάδων που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, συνήθως, είναι κορυφαίας ποιότητας και λογικό είναι να ανεβάζουν το κόστος του κέντρου. Επίσης, για τη λήψη κωδικοποιημένων καναλιών (π.χ. NOVA) υπάρχουν μοντέλα που δέχονται κάρτες αποκωδικοποίησης και δεν διαφέρουν σε τίποτα από τις προαναφερθείσες μονάδες και, φυσικά, μπορούν να ενσωματωθούν σε ένα ενιαίο κέντρο.
Στην “πιάτσα” δεν είναι λίγες οι φορές όπου αντί των επαγγελματικών μονάδων, για την υλοποίηση ενός κέντρου λήψης δορυφορικών καναλιών χρησιμοποιούνται οικιακοί δέκτες. Ο στόχος της επιλογής της σύνθεσης του κέντρου με οικιακούς δέκτες, δεν είναι άλλος από τη μείωση του κόστους, που πράγματι σε πολύ μικρές εγκαταστάσεις μπορεί να είναι απαγορευτικό, όταν πρόκειται για επαγγελματικούς δέκτες. Όμως, η σύνθεση ενός τέτοιου κέντρου δεν είναι παρά μια πατέντα, αφού οι οικιακοί δέκτες προορίζονται για άλλη χρήση, με πολύ λιγότερες ώρες εργασίας και λιγότερες απαιτήσεις ποιότητας. Ένα από τα προβλήματα που μπορεί να προκύψει σε μια τέτοια εγκατάσταση, είναι η επαναφορά του οικιακού δέκτη μετά από πτώση ρεύματος. Για να είμαστε όμως ακριβοδίκαιοι, ένα ακόμα πλεονέκτημα της πατέντας είναι ότι η αλλαγή ενός δορυφορικού καναλιού σε ένα οικιακό δέκτη, μπορεί να πραγματοποιηθεί πολύ εύκολα, χωρίς ειδικές γνώσεις, κάτι που μπορεί να ακουστεί ευχάριστα στα αφτιά ενός πελάτη. Από την άλλη όμως, σίγουρα μετά την εγκατάσταση, το χαρακτηριστικό αυτό δεν είναι θετικό για τον τεχνικό, γιατί καταρχήν, στερείται τα επιπλέον έσοδα μιας επίσκεψης για την αλλαγή ενός καναλιού και, το σημαντικότερο, εμπιστεύεται την άρτια λειτουργία της δουλειάς του σε ανειδίκευτα χέρια. Καταλήγοντας, η ιδανική σύνθεση ενός κέντρου λήψης QPSK δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, παρά με την επιλογή επαγγελματικών μονάδων με ενσωματωμένους διαμορφωτές μονής πλευρικής.
Πράγματι, τα πλεονεκτήματα της διανομής δορυφορικών προγραμμάτων με δέκτες QPSK είναι αρκετά και κρίνονται ιδανικά για διαφόρων ειδών εγκαταστάσεις, γεγονός που επαληθεύει την κυριαρχία τους, συγκριτικά με τις άλλες εφαρμογές. Ας δούμε πιο συνοπτικά τα χαρακτηριστικά τους:
+ Χαμηλές συχνότητες εξόδου (ξεκινώντας από 45 MHz!), που συνεπάγεται χαμηλές απώλειες σήματος στα καλώδια. + Μικρές απαιτήσεις από το καλωδιακό δίκτυο (λόγω χαμηλών συχνοτήτων). Πανεύκολη προσαρμογή σε υπάρχον δίκτυο – Σε οποιαδήποτε εγκατάσταση όπου λειτουργεί καλά, έστω και ένα κανάλι UHF, τα δορυφορικά κανάλια των επαγγελματικών δεκτών θα περάσουν ευκολότατα. + Εξαιτίας της αποκωδικοποίησης των δορυφορικών προγραμμάτων στο κέντρο, δεν απαιτείται καμία επιπλέον μονάδα μετά την έξοδο του κέντρου λήψης για την απεικόνιση των προγραμμάτων στους τηλεοπτικούς δέκτες. + Δυνατότητα επέκτασης. – + Το κόστος του κέντρου λήψης είναι υψηλό, όμως παραμένει σταθερό, ανεξάρτητα από το μέγεθος του καλωδιακού δικτύου και των παροχών που πρέπει να καλύψει. – Υποχρεωτική επιλογή (περιορισμένων) καναλιών, ισάριθμων με τις μονάδες. |
Διανομή με μονάδες μεταλλαγής συχνότητας IF σε IF
Η διανομή δορυφορικών προγραμμάτων με μονάδες μεταλλαγής IF σε IF δεν “περπάτησε” στη χώρα μας, ωστόσο η ανάλυση της τεχνολογία της είναι άξια αναφοράς. Για να μην υπάρξουν παρανοήσεις, όταν αναφέρουμε συχνότητα IF δεν εννοούμε την ενδιάμεση επίγεια συχνότητα των 38.9MHz, αλλά τη δορυφορική περιοχή συχνοτήτων 950–2150 MHz. Σε ένα κέντρο μεταλλαγής IF-IF, η κάθε μονάδα δέχεται σήμα IF (950–2150 MHz), συντονίζει ένα δορυφορικό πακέτο (transponder) και στην έξοδό τηςοδηγεί σήμα πάλι IF. Στην τελική έξοδο του κέντρου έχει γίνει η μίξη των πακέτων από όλες τις μονάδες και μπορεί να οδηγηθεί στο καλωδιακό δίκτυο. Ποιο είναι όμως το κέρδος από αυτή τη μετατροπή; Τα σήματα εξόδου είναι απαλλαγμένα από τη δορυφορική πόλωση και τον τόνο των 22KHz και επομένως, ένας οικιακός δορυφορικός δέκτης δεν χρειάζεται να στέλνει αυτές τις πληροφορίες στο LNB κατά την επιλογή ενός προγράμματος. Έτσι, επιτυγχάνεται ανεξαρτησία θέασης δορυφορικών προγραμμάτων στους τελικούς χρήστες, ανεξαρτήτως της δομής του καλωδιακού δικτύου, με τη χρήση βεβαίως οικιακού αποκωδικοποιητή.
Για να κατανοήσουμε τη λειτουργία καλύτερα, μπορούμε να φανταστούμε ότι με την εφαρμογή αυτή είναι σαν να έχουμε τοποθετήσει σε όλες τις πρίζες της εγκατάστασης κι από ένα δορυφορικό κάτοπτρο. Οι συγκεκριμένες μονάδες που παρουσιάζονται στην εικόνα 3, συντονίζουν η κάθε μια από δύο δορυφορικά πακέτα κι έτσι με τις τέσσερις αυτές μονάδες (η πέμπτη είναι μονάδα ενίσχυσης) έχουμε συνολικά 8 transponders, που σημαίνει ότι διαθέτουμε προς διανομή ένα πολύ μεγάλο αριθμό δορυφορικών προγραμμάτων (πάνω από 60). Όπως είπαμε όμως, απαιτείται για την αποκωδικοποίηση τους, ένας δορυφορικός δέκτης σε κάθε πρίζα. Από την άλλη, για να προσανατολιστούμε από οικονομικής πλευράς, το κόστος μιας μονάδας μεταλλαγής για δύο δορυφορικά πακέτα, είναι περίπου το μισό από το κόστος μιας επαγγελματικής μονάδας λήψης QPSK, που προσφέρει στη διανομή ένα μόνο κανάλι.
Όπως είπαμε, η έξοδος των μονάδων IF-IF είναι ένα σήμα, το οποίο έχει παραμείνει στις δορυφορικές συχνότητες των 950–2150MHz. Για το λόγο αυτό, στη σχεδίαση και την υλοποίηση του καλωδιακού δικτύου, πρέπει να χρησιμοποιηθούν παθητικά και ενεργά στοιχεία (διακλαδωτές και ενισχυτές), κατάλληλα για τις υψηλές περιοχές συχνοτήτων. Ένα ακόμα σημείο που θα χρειαστεί προσοχή είναι η σχεδίαση και υλοποίηση του καλωδιακού δικτύου, εξαιτίας των υψίσυχνων σημάτων σε σχέση με τα σήματα των VHF-UHF. Τα σήματα αυτά παρουσιάζουν περισσότερες απώλειες στα καλώδια και πρέπει φυσικά να υπολογιστούν.
Τα θετικά και τα αρνητικά της τεχνολογίας συνοπτικά:
+ Προσφορά μεγάλου αριθμού καναλιών προς εγκατάσταση. + Δυνατότητα επέκτασης. + Προσαρμογή σε υπάρχον καλωδιακό δίκτυο. Για ένα τέτοιο εγχείρημα θα χρειαστεί αλλαγή των ενεργών και παθητικών στοιχείων του δικτύου (λόγω υψηλών συχνοτήτων). + Κόστος προσιτό. Για να είμαστε όμως ακριβείς, το κόστος του κέντρου είναι σταθερό σε όλες τις εγκαταστάσεις και σχετικά χαμηλό, όμως το συνολικό κόστος της εφαρμογής διαφοροποιείται από τον αριθμό των πριζών παροχής σήματος, αφού απαιτείται δορυφορικός δέκτης. – Υψηλές συχνότητες εξόδου, που συνεπάγονται υψηλές απώλειες σήματος στα καλώδια. – Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη σχεδίαση του καλωδιακού δικτύου, λόγω του παραπάνω χαρακτηριστικού. – Απαραίτητη η ύπαρξη οικιακού δορυφορικού δέκτη σε κάθε τελικό χρήστη. |