Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η ανάγνωση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπο μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστοτόπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Πρότυπο CI+
Πόσο plus είναι?
Featured | CI+ είναι η νέα έκδοση του γνωστού στο χώρο της δορυφορικής και των συνδρομητικών υπηρεσιών πρωτοκόλλου CI (Common Interface) που χρησιμοποιείται για τη χρήση συνδρομητικών υπηρεσιών σε δέκτες του εμπορίου (σε αντίθεση με τους ιδιοκτησιακούς δέκτες των διαφόρων πακέτων που περιλαμβάνουν την υποστήριξη για το σύστημα κρυπτογράφησης στο λογισμικό τους). Η νέα έκδοση υπόσχεται μεγαλύτερη συμβατότητα και καλύτερη εμπειρία χρήσης στους πελάτες που θα την υιοθετήσουν. Είναι όμως έτσι;
Το CI βασίζεται στην οδηγία-πρότυπο της CELENEC (Comité Européen de Normalisation Électrotechnique – Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης) με αριθμό EN 50221. Η οδηγία υιοθετήθηκε το 1997 και καλύπτει όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει ο υποδοχέας (host – π.χ. ο δορυφορικός δέκτης) και το άρθρωμα (module, π.χ. ένα μοβ irdeto module). Αν και η κύρια χρήση του CI αφορά υπηρεσίες συνδρομητικής τηλεόρασης, το ίδιο το CI πρότυπο (το οποίο επίσης ονομάζεται και Digital SCART) μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους σκοπούς, όπως για παράδειγμα:
– Η σε πραγματικό χρόνο (realtime) μετατροπή σήματος MPEG-4 σε MPEG-2, για την λήψη εκπομπών DVB-T/MPEG-4 σε παλαιότερο εξοπλισμό που υποστηρίζει μόνο MPEG-2.
– Η προσθήκη περιορισμένων δυνατοτήτων PVR σε ψηφιακές εκπομπές τηλεοράσεων που υποστηρίζουν CI. Το CI module περιλαμβάνει αποθηκευτικό χώρο και μέσω των μενού του CI μπορείτε να παγώσετε το πρόγραμμα (timeshift) ή να εγγράψετε το τρέχον πρόγραμμα.
– Η αναπαραγωγή πολυμεσικών αρχείων από το δίκτυο (ειδικό CI module που συνδέεται στο τοπικό δίκτυο).
Η λογική πίσω από το CI είναι απλή. Ο υποδοχέας (host) αναλαμβάνει να στείλει στο άρθρωμα (module) το πλήρες TS (Transport Stream), όπως αυτό λαμβάνεται μετά το tuner, ενώ υλοποιεί ένα απλό πρωτόκολλο εντολών (Command Interface), ώστε να μπορεί να επικοινωνεί ο χρήστης μέσω του υποδοχέα με τις δυνατότητες του αρθρώματος. Το άρθρωμα, αφού λαμβάνει το πλήρες TS, μπορεί να κάνει οποιαδήποτε επεξεργασία με αυτό, είτε αυτή αφορά αποκωδικοποίηση συνδρομητικών υπηρεσιών είτε κάποια από τις άλλες χρήσεις που αναφέραμε παραπάνω. Αφού ολοκληρωθεί η επεξεργασία, επιστρέφεται στον υποδοχέα το επεξεργασμένο TS για την προβολή του. Το TS στην έξοδο του αρθρώματος δεν περιέχει καμία κωδικοποίηση, είναι δηλαδή απαλλαγμένο από το DVB-CSA αλγόριθμο, γεγονός που επιτρέπει στους δέκτες να το αποθηκεύσουν για μετέπειτα αναπαραγωγή (PVR), να το μεταδώσουν μέσω δικτύου (streaming), κτλ. Αυτή ακριβώς η έλλειψη κωδικοποίησης στο τελικό στάδιο, είναι που ενοχλούσε πολλές από τις εταιρείες κατασκευής κρυπτογραφικών συστημάτων και αρνούνταν να δημιουργήσουν CI modules για το σύστημά τους (π.χ. NDS). Επιπλέον, το Command Interface του CI είναι φτωχό σε δυνατότητες και έτσι ήταν δύσκολο να υλοποιηθούν αμφίδρομες υπηρεσίες, όπως pay per view, κτλ.
Αντίθετα με το CI που είναι ευρωπαϊκό πρότυπο, το CI+ είναι μία επέκταση στο πρότυπο του CI που δημιουργήθηκε από τις εταιρείες Panasonic, Philips, Samsung και Sony, την SmarDTV (πιο γνωστή ως Kudelski Group, ο κατασκευαστής του συστήματος Nagravision), αλλά και την εταιρεία κατασκευής ηλεκτρονικών Neotion. Το πρώτο draft δημιουργήθηκε στις αρχές του 2008, ενώ η τελική έκδοση του πρότυπου ολοκληρώθηκε το Μάιο του 2008. Η βασική διαφορά του CI+ είναι πως η επικοινωνία μεταξύ υποδοχέα και αρθρώματος είναι κωδικοποιημένη. Τα κλειδιά κωδικοποίησης δίνονται στους κατασκευαστές από ένα κέντρο πιστοποίησης (security authority), ενώ το σύστημα υποστηρίζει ανάκληση κλειδιών (key revocation) για την περίπτωση που κάποιο από αυτά διαρρεύσει. Για να πάρει μία συσκευή την άδεια να υποστηρίξει το CI+, θα πρέπει να περάσει από μία διαδικασία ελέγχου όπου εξακριβώνεται κατά πόσο είναι συμβατή με το πρότυπο, αλλά κυρίως κατά πόσο τα κλειδιά της κωδικοποιημένης μετάδοσης είναι ασφαλή. Το πρότυπο απαιτεί τη χρήση τεχνικών TPM (Τrusted Platform Module) για την ασφαλή αποθήκευση και χρήση των κλειδιών, τα οποία δε πρέπει να είναι ποτέ διαθέσιμα στη μνήμη RAM των συσκευών. Πρόκειται για μία διαδικασία πιστοποίησης που είναι πολύ αυστηρή, πιο αυστηρή, για παράδειγμα, από την αντίστοιχη διαδικασία της προστασίας των κλειδιών του Bluray, όπου επιτράπηκε η χρήση των κλειδιών σε προϊόντα λογισμικού που εκτελούνται σε Η/Υ χωρίς TPM (π.χ. PowerDVD για Windows, κτλ), ενώ το κόστος συμμετοχής είναι απαγορευτικό για μικρού μεγέθους εταιρείες. Το κόστος της άδειας ανέρχεται στα 10.000 ευρώ τον χρόνο για κάθε παραγόμενη συσκευή που πιστοποιείται. Έτσι, για παράδειγμα, μία εταιρεία που θέλει να πιστοποιήσει κατά CI+ τέσσερα μοντέλα δορυφορικών δεκτών, θα πρέπει να πληρώνει 40.000 ευρώ το χρόνο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συσκευών που θα κατασκευάσει ή θα πουλήσει. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πως για μικρές εταιρείες που κατασκευάζουν λίγα κομμάτια κάθε χρόνο, το κόστος πιστοποίησης είναι απαγορευτικό, ενώ αποκλείονται τελείως από τη διαδικασία πιστοποίησης συσκευές που χρησιμοποιούνται σε Η/Υ, όπως δορυφορικές κάρτες με CI, επίγεια ψηφιακά USB DVB-T stick με CI, κτλ. Είναι δε αμφίβολο αν μπορούν να περάσουν τη διαδικασία πιστοποίησης δέκτες ανοιχτού λογισμικού Linux (π.χ. Dreambox), αφού η φύση του λογισμικού τους έρχεται σε αντίθεση με την απαίτηση τα κλειδιά να βρίσκονται σε “μαύρο κουτί”. Δεν είναι τυχαίο ότι η Dream Multimedia στάθηκε αντίθετη από την πρώτη στιγμή στην υιοθέτηση του CI+ από την γερμανική πλατφόρμα μετάδοσης HD+ (όπου μεταδίδονται με πολύ μικρό κόστος, πολλά ελεύθερης μετάδοσης γερμανικά προγράμματα υψηλής ευκρίνειας). Πέρα από το κόστος συμμετοχής στη διαδικασία τυποποίησης και της απόκτησης της άδειας, το γεγονός ότι το πρότυπο ελέγχεται από εταιρείες και όχι από κάποια ανεξάρτητη επιτροπή, επιτρέπει σε πολλούς να αμφισβητούν την διαδικασία.
Το πρότυπο CI+ επεκτείνει το Command Interface του CI, υιοθετώντας το ανοιχτό πρωτόκολλο MHEG-5 (Multimedia & Hypermedia Experts Group). Πρόκειται για μία πλήρη γλώσσα διαδραστικών πολυμεσικών εφαρμογών, η οποία μάλιστα διατίθεται χωρίς άδεια (license free). Έτσι, η επικοινωνία χρήστη με το CI module γίνεται πιο πλούσια, με δυνατότητα χρήσης γραφικών, κειμένου και βίντεο, με αξιοποίηση περισσότερων πλήκτρων στο τηλεχειριστήριο, κτλ. Όμως το CI+ φέρνει και πολλές δυνατότητες που απαιτούσε η βιομηχανία των πνευματικών δικαιωμάτων. Έτσι, ένα CI+ module σε ένα δέκτη PVR δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο χρήστης θα μπορεί να κάνει εγγραφές ή πάγωμα εικόνας. Ο πάροχος θα έχει τη δυνατότητα να απαγορεύει τις εγγραφές, είτε συνολικά είτε για κάθε πρόγραμμα χωριστά. Επιπλέον, οι εγγραφές θα αποθηκεύονται κωδικοποιημένες στο σκληρό δίσκο του δέκτη και δε θα μπορούν να αναπαραχθούν πουθενά αλλού.
Τελικά το πρότυπο του CI+ φαίνεται να έχει σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο τους παρόχους περιεχομένου και τα πνευματικά τους δικαιώματα και πολύ λιγότερο την αγορά των ανεξάρτητων δεκτών του εμπορίου και τον τελικό καταναλωτή. Το ακριβό κόστος πιστοποίησης και άδειας χρήσης αφήνει έξω από την αγορά τους μικρούς κατασκευαστές, αλλά και τη χρήση Η/Υ (σε HTPC για παράδειγμα) και πιθανότατα και την αγορά δεκτών ανοιχτού λογισμικού.