ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
28 Μαΐου 2025 11:36
28 Μαΐου 2025 11:29
28 Μαΐου 2025 11:26
28 Μαΐου 2025 11:04
28 Μαΐου 2025 10:34
28 Μαΐου 2025 10:15
18 Νοεμβρίου 2010 03:00
Τα συστήματα μετάδοσης στην ψηφιακή και αναλογική TV
PAL, SECAM, DVB-S, DVB-T… Όλα έχουν ένα κοινό. Υπηρετούν την τηλεόραση…
Γράφει: Αργύρης Νομικός

Featured |
Παρακάτω θα κάνουμε ένα ταξίδι στον τεχνικό χώρο των συστημάτων μετάδοσης της ψηφιακής και αναλογικής τηλεόρασης. Παράλληλα, θα είναι και ένα ταξίδι στο χρόνο, αφού ορισμένα πρότυπα κρατούν από πολύ παλαιά, ενώ άλλα τα ζούμε στο ξεκίνημα τους.
Η αναλογική τηλεόραση, χρησιμοποιεί τα γνωστά από τη δεκαετία του ΄50 συστήματα τηλεόρασης PAL, SECAM και NTSC, ενώ αντίθετα, η ψηφιακή τηλεόραση κινείται σε διάφορες παραλλαγές του πρότυπου DVB, ανάλογα με τον αν η μετάδοση είναι επίγεια, δορυφορική ή καλωδιακή.
Το αναλογικό τοπίο
Η αναλογική τηλεόραση εκπέμπεται προς το παρόν επίγεια ή δορυφορικά. Σε όλη την υδρόγειο, τα τρία συστήματα PAL, SECAM και NTSC, χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν το τηλεοπτικό σήμα, από τους αναμεταδότες, στις τηλεοπτικές οθόνες των τηλεθεατών. Παρότι αποτελούν υλοποίηση της δεκαετίας του ΄50 και δημιουργήθηκαν για να μεταφέρουν την πληροφορία του χρώματος στις έγχρωμες τηλεοράσεις, που ακολούθως κατέκλυσαν την αγορά, παρέχουν και απόλυτη συμβατότητα και με τους ασπρόμαυρους τηλεοπτικούς δέκτες. Κοινώς, μια εκπομπή που χρησιμοποιεί ένα από τα τρία τηλεοπτικά standards, μπορεί να αναπαραχθεί και από μία ασπρόμαυρη συσκευή.
Ακριβώς για αυτό το λόγο, τα συστήματα αυτά περιέχουν ακέραιο το σήμα φωτεινότητας Υ, που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία της ασπρόμαυρης τηλεόρασης, ενώ τα σήματα χρώματος μεταδίδονται μέσω των χρωμοδιαφορών R-Y, B-Y. Στην ανάγκη συμβατότητας με την ασπρόμαυρη τηλεόραση, οφείλεται και το εύρος ζώνης της σημερινής έγχρωμης τηλεόρασης, που είναι ίσο με 5,5ΜΗz. Συγκεκριμένα, για το σύστημα PAL, το σήμα της χρωματικότητας δεν απαιτεί εύρος μεγαλύτερο από 2MHz, όμως μεταδίδεται μαζί με το σήμα φωτεινότητας, το οποίο καταλαμβάνει εύρος 5,5MHz. Να θυμίσουμε ότι οι ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, για τη λειτουργία τους, απαιτούν μόνο το σήμα φωτεινότητας, δηλαδή τις διαβαθμίσεις του γκρίζου για να αναπαράγουν την εικόνα.
Όλα τα συστήματα αναλογικής τηλεόρασης χρησιμοποιούν διαμόρφωση πλάτους (AM) για την εκπομπή του σήματος εικόνας.
NTSC
Το πρώτο σύστημα έγχρωμης τηλεοπτικής μετάδοσης, είναι το NTSC, το οποίο ανακαλύφθηκε στις ΗΠΑ το 1953, από την Επιτροπή Εθνικών Τηλεοπτικών Συστημάτων, από την οποία έχει πάρει και το όνομά του (National Television System Committee). Το NTSC χρησιμοποιείται στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ, στον Καναδά και σε άλλες χώρες της αμερικανικής ηπείρου.
Για να μεταδώσει τη χρωματική πληροφορία, δεν χρησιμοποιεί χρωμοδιαφορές, αλλά γραμμικούς συνδυασμούς τους. Στο NTSC, η εικόνα για τη μετάδοσή της, χρησιμοποιεί 525 γραμμές, με συχνότητα εναλλαγής πεδίου στα 60Ηz (30 πλαίσια το δευτερόλεπτο). Όταν χρησιμοποιείται για εκπομπή, υποστηρίζει την πλεκτή σάρωση, παρότι είναι συμβατή και με την προοδευτική. Το φάσμα του σήματος φωτεινότητας έχει εύρος 4,25ΜΗz, ενώ η χρωμοφέρουσα έχει τιμή 3,58ΜΗz. Το βασικό μειονέκτημα του NTSC είναι η εμφάνιση φασικών παραμορφώσεων.
PAL
Μια εξέλιξη του συστήματος NTSC, αποτελεί το σύστημα PAL, το οποίο ανακαλύφθηκε στη Γερμανία. Το σύστημα PAL, αρχικά εφαρμόστηκε στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αλλά σήμερα είναι το πιο διαδεδομένο σύστημα της ευρωπαϊκής ηπείρου και χρησιμοποιείται και στη χώρα μας.
Για την αποφυγή των φασικών παραμορφώσεων που ταλανίζουν το σύστημα NTSC, το PAL, χρησιμοποίησε την τεχνική μεταλλαγής φάσης ανά γραμμή, από την οποία πήρε και το όνομά του (Phase Alternation Line). Με αυτόν τον τρόπο, η φάση της χρωμοφέρουσας του σήματος χρωματικότητας, μεταβάλλεται από γραμμή σε γραμμή, κατά 180ο, ώστε η μία γραμμή να μην παρεμβάλει την άλλη, κατά την αναπαραγωγή του τηλεοπτικού σήματος. Για τη δημιουργία της εικόνας, χρησιμοποιεί 625 γραμμές και συχνότητα σάρωσης στα 50Ηz (25 πλαίσια το δευτερόλεπτο). Υποστηρίζει πλεκτή και προοδευτική σάρωση, αλλά στις εκπομπές χρησιμοποιεί μόνο την πλεκτή. Το χρωμοσήμα μεταδίδεται με συχνότητα 4,43ΜΗz.
SECAM
Το σύστημα SECAM επινοήθηκε στη Γαλλία το 1958 και ήταν το πρώτο σύστημα που απαιτούσε μνήμη από την τηλεοπτική συσκευή, διαδικασία που του χάρισε και το όνομά του (Seqentiel Coleur ά Memoire, Διαδοχή Χρωμάτων με Μνήμη).Το σύστημα SECAM, από τότε που ανακαλύφθηκε, έχει παρουσιαστεί με διάφορες παραλλαγές. Εμείς θα μιλήσουμε για το SECAM III, το οποίο είναι προσαρμοσμένο στο τηλεοπτικό πρότυπο, που έχει 625 γραμμές και συχνότητα πεδίου 50Ηz. Εφαρμόστηκε σε όλες τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και σε μερικές της Βόρειας Αφρικής. Κάποια απ’ τις παραλλαγές του, το SECAM IIIb, εφαρμόστηκε για κάποιο καιρό και στη χώρα μας. Στο SECAM, ενώ το σήμα φωτεινότητας εκπέμπεται συνεχώς, τα σήματα χρωματικότητας εκπέμπονται διαδοχικά. Έτσι, κατά τη διάρκεια μιας γραμμής, εκπέμπεται το σήμα R-Y και στη διάρκεια της επόμενης, το σήμα Β-Υ, σε αντίθεση με τα συστήματα NTSC και PAL, όπου τα χρωμοσήματα εκπέμπονται μαζί. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται η αλληλεπίδραση των σημάτων μεταξύ τους, που έχει ως αποτέλεσμα την παραποίηση του χρωματικού τόνου. Τα δύο σήματα χρωμοδιαφορών χρησιμοποιούν δύο διαφορετικές συχνότητες για τη μετάδοσή τους, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται το πρόβλημα των φασικών παραμορφώσεων. Το σήμα R-Y χρησιμοποιεί τη συχνότητα των 4,41MHz, ενώ το σήμα B-Y τα 4,25ΜHz.
Τα ψηφιακά συστήματα μετάδοσης
Η μεγάλη διάδοση της τηλεόρασης, που συνδυάστηκε με το πέρασμα στην ιδιωτική τηλεόραση, δημιούργησε αυτόματα το πρόβλημα έλλειψης συχνοτήτων. Η μπάντα της επίγειας τηλεόρασης των 47-862MHz, δεν είναι πλέον αρκετή για να φιλοξενήσει τους φιλόδοξους τηλεοπτικούς providers, ενώ στη χώρα μας -και ειδικά στην περιοχή της Αττικής, έχει εξαντληθεί και με το παραπάνω, χάρη στις διπλές μεταδόσεις Πάρνηθας-Υμηττού, στις οποίες οφείλονται και τα γνωστά προβλήματα των παρεμβολών, που εμφανίζονται σε πολλές περιοχές.
Από την άλλη πλευρά, η ψηφιακή μετάδοση περικλείει το μαγικό όρο, την πολύπλεξη καναλιών, που έρχεται να δώσει λύση στο πρόβλημα χωρητικότητας, αφού με χρήση της, από την ίδια συχνότητα, μπορούν να εκπέμπονται πολλά κανάλια.
Εκτός από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, που τραβούν από νωρίς το δικό τους δρόμο, οι προσπάθειες του υπόλοιπου πλανήτη για ψηφιακή TV ξεκινούν περί το 1990 και καρποφορούν το Σεπτέμβριο του 1993, όταν περισσότεροι από 200 οργανισμοί επισημοποιούν ένα κοινό πρότυπο ψηφιακής μετάδοσης, το DVB (Digital Video Broadcast).
Το πρώτο πρόβλημα που κλήθηκε να λύσει ο οργανισμός, ήταν οι τρεις διαφορετικοί τρόποι ψηφιακής τηλεοπτικής μετάδοσης, οι οποίοι, λόγων των ειδικών αναγκών τους, επέβαλαν και διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά. Έτσι, το πρότυπο DVB χωρίστηκε σε τρία νέα πρότυπα: Το DVB-S (Satellite) που αφορούσε τα χαρακτηριστικά μετάδοσης της ψηφιακής δορυφορικής TV, το DVB-T (Terrestial) για την επίγεια ψηφιακή TV και το DVB-C (Cable) για την καλωδιακή TV.
Αυτό όμως που καθόρισε σαν ενιαίο σύστημα το DVB, ήταν σίγουρα ο τρόπος κωδικοποίησης, αφού ως στάνταρτ επιλέχθηκε ο αλγόριθμος απωλεστικής συμπίεσης MPEG-2.
Ο αλγόριθμος είναι γνωστός από το χώρο των DVD, αφού η χρήση του στο συγκεκριμένο χώρο επέτρεψε την αποθήκευση υψηλής ποιότητας εικόνας, στον περιορισμένο χώρο του δίσκου. Ακριβώς την ίδια δουλειά κλήθηκε να πραγματοποιήσει και στο χώρο των ψηφιακών μεταδόσεων. Να μεταφέρει πολλά κανάλια μέσα από μία συχνότητα, διατηρώντας αναλλοίωτη την ποιότητα εικόνας.
DVB-S
To DVB-S ήταν το πρώτο στάνταρτ της σειράς DVB, αφού δημοσιεύτηκε το 1994. Για να μεταδώσει την πληροφορία, χρησιμοποιεί τη διαμόρφωση QPSK (Quadrature Phase Shift Keying, Τετραπλή Ολίσθηση Φάσης), η οποία εξυπηρετεί τις ανάγκες μετάδοσης μέσω δορυφόρου, αφού το σήμα καλείται να διανύσει 36.000km από το δορυφόρο, προς το κάτοπτρο του τηλεθεατή. Η ολίσθηση φάσης αλλάζει τη φάση του σήματος, που εκπέμπεται κάθε φορά, που αλλάζει το ψηφίο της παλμοσειράς των 0 και 1. Με αυτόν τον τρόπο, η μετάδοση δεν χρησιμοποιεί ψηφία, αλλά ζεύγη ψηφίων, τα οποία ονομάζονται σύμβολα. Τα σύμβολα αναπτύσσονται πάνω στο τεταρτημόριο, με αποτέλεσμα να παίρνουν τις τιμές 00, 01, 10 και 11. Έτσι, το bit rate της μετάδοσης, είναι διπλάσιο από το Symbol Rate, αφού 1Symbol=2bits.
Το DVB-S χρησιμοποιεί τις μπάντες συχνοτήτων C (2,3-6,5GHz) και Ku (10,7-20GHz), ενώ υποστηρίζει και την μπάντα Ka (20-30GHz), η οποία αποτελεί το μέλλον της δορυφορικής TV. Χρησιμοποιεί κυκλική (δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη), αλλά και οριζόντια (οριζόντια ή κατακόρυφη) πόλωση.
DVB–T
To DVB-T είναι το νεότερο από τα τρία συστήματα DVB και σίγουρα το πιο ισχυρό. Χρησιμοποιεί διαμόρφωση COFDM (Coded Orthogonal Frequency Division Multiplexing) ή Κωδικοποιημένη Ορθογώνια Πολυπλεξία με Διαίρεση Συχνότητας. Χρησιμοποιεί την μπάντα της επίγειας τηλεόρασης VHF/UHF (45-862MHz), με πόλωση γραμμική (οριζόντια ή κατακόρυφη). H διαμόρφωση COFDM είναι μια διαμόρφωση πολλών φέροντων σημάτων, η οποία χωρίζει το κύριο σήμα σε πολύ μικρότερα υποσήματα, τα οποία εκπέμπει σε διαφορετικές συχνότητες (subcarriers).
Η ορθογώνια πολυπλεξία στηρίζεται στην τεχνική, ότι δύο χρονικές συναρτήσεις είναι ορθογώνιες (έχουν δηλαδή διαφορά φάσης 90 μοίρες), όταν το άθροισμα των γινόμενών τους (για την ακρίβεια, το γινόμενο των ορισμένων ολοκληρωμάτων τους) είναι μηδέν. Τα ορθογώνια σήματα δεν αλληλοπαρεμβάλλονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα κατά την εκπομπή να μπορεί να μπαίνει το ένα ακριβώς πίσω από το άλλο, κερδίζοντας έτσι πολύτιμο εύρος ζώνης.
DVB–C
Το DVB-C είναι το δεύτερο σε σειρά υλοποίηση πρότυπο, του οργανισμού DVB. Στηρίζεται στη διαμόρφωση 64-QAM ή και ακόμη μεγαλύτερη. Η διαμόρφωση QAM (Quadrature Amplitude Modulation ή Τεταρτημοριακή Διαμόρφωση Πλάτους), αποτελεί το ψηφιακό ανάλογο της αναλογικής διαμόρφωσης AM. Πρόκειται για ένα συνδυασμό των διαμορφώσεων PSK (Phase Shift Keying) και ΑΜ, αφού κατά τη διαμόρφωση, αλλάζει το πλάτος, αλλά και η φάση του σήματος.
Το DVB-C, για τις ανάγκες της καλωδιακής τηλεόρασης, χρησιμοποιεί εύρος ζώνης στα 5-822MHz.
Παρακάτω θα κάνουμε ένα ταξίδι στον τεχνικό χώρο των συστημάτων μετάδοσης της ψηφιακής και αναλογικής τηλεόρασης. Παράλληλα, θα είναι και ένα ταξίδι στο χρόνο, αφού ορισμένα πρότυπα κρατούν από πολύ παλαιά, ενώ άλλα τα ζούμε στο ξεκίνημα τους.
Η αναλογική τηλεόραση, χρησιμοποιεί τα γνωστά από τη δεκαετία του ΄50 συστήματα τηλεόρασης PAL, SECAM και NTSC, ενώ αντίθετα, η ψηφιακή τηλεόραση κινείται σε διάφορες παραλλαγές του πρότυπου DVB, ανάλογα με τον αν η μετάδοση είναι επίγεια, δορυφορική ή καλωδιακή.
Το αναλογικό τοπίο
Η αναλογική τηλεόραση εκπέμπεται προς το παρόν επίγεια ή δορυφορικά. Σε όλη την υδρόγειο, τα τρία συστήματα PAL, SECAM και NTSC, χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν το τηλεοπτικό σήμα, από τους αναμεταδότες, στις τηλεοπτικές οθόνες των τηλεθεατών. Παρότι αποτελούν υλοποίηση της δεκαετίας του ΄50 και δημιουργήθηκαν για να μεταφέρουν την πληροφορία του χρώματος στις έγχρωμες τηλεοράσεις, που ακολούθως κατέκλυσαν την αγορά, παρέχουν και απόλυτη συμβατότητα και με τους ασπρόμαυρους τηλεοπτικούς δέκτες. Κοινώς, μια εκπομπή που χρησιμοποιεί ένα από τα τρία τηλεοπτικά standards, μπορεί να αναπαραχθεί και από μία ασπρόμαυρη συσκευή.
Ακριβώς για αυτό το λόγο, τα συστήματα αυτά περιέχουν ακέραιο το σήμα φωτεινότητας Υ, που είναι απαραίτητο για τη λειτουργία της ασπρόμαυρης τηλεόρασης, ενώ τα σήματα χρώματος μεταδίδονται μέσω των χρωμοδιαφορών R-Y, B-Y. Στην ανάγκη συμβατότητας με την ασπρόμαυρη τηλεόραση, οφείλεται και το εύρος ζώνης της σημερινής έγχρωμης τηλεόρασης, που είναι ίσο με 5,5ΜΗz. Συγκεκριμένα, για το σύστημα PAL, το σήμα της χρωματικότητας δεν απαιτεί εύρος μεγαλύτερο από 2MHz, όμως μεταδίδεται μαζί με το σήμα φωτεινότητας, το οποίο καταλαμβάνει εύρος 5,5MHz. Να θυμίσουμε ότι οι ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, για τη λειτουργία τους, απαιτούν μόνο το σήμα φωτεινότητας, δηλαδή τις διαβαθμίσεις του γκρίζου για να αναπαράγουν την εικόνα.
Όλα τα συστήματα αναλογικής τηλεόρασης χρησιμοποιούν διαμόρφωση πλάτους (AM) για την εκπομπή του σήματος εικόνας.
NTSC
Το πρώτο σύστημα έγχρωμης τηλεοπτικής μετάδοσης, είναι το NTSC, το οποίο ανακαλύφθηκε στις ΗΠΑ το 1953, από την Επιτροπή Εθνικών Τηλεοπτικών Συστημάτων, από την οποία έχει πάρει και το όνομά του (National Television System Committee). Το NTSC χρησιμοποιείται στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ, στον Καναδά και σε άλλες χώρες της αμερικανικής ηπείρου.
Για να μεταδώσει τη χρωματική πληροφορία, δεν χρησιμοποιεί χρωμοδιαφορές, αλλά γραμμικούς συνδυασμούς τους. Στο NTSC, η εικόνα για τη μετάδοσή της, χρησιμοποιεί 525 γραμμές, με συχνότητα εναλλαγής πεδίου στα 60Ηz (30 πλαίσια το δευτερόλεπτο). Όταν χρησιμοποιείται για εκπομπή, υποστηρίζει την πλεκτή σάρωση, παρότι είναι συμβατή και με την προοδευτική. Το φάσμα του σήματος φωτεινότητας έχει εύρος 4,25ΜΗz, ενώ η χρωμοφέρουσα έχει τιμή 3,58ΜΗz. Το βασικό μειονέκτημα του NTSC είναι η εμφάνιση φασικών παραμορφώσεων.
PAL
Μια εξέλιξη του συστήματος NTSC, αποτελεί το σύστημα PAL, το οποίο ανακαλύφθηκε στη Γερμανία. Το σύστημα PAL, αρχικά εφαρμόστηκε στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αλλά σήμερα είναι το πιο διαδεδομένο σύστημα της ευρωπαϊκής ηπείρου και χρησιμοποιείται και στη χώρα μας.
Για την αποφυγή των φασικών παραμορφώσεων που ταλανίζουν το σύστημα NTSC, το PAL, χρησιμοποίησε την τεχνική μεταλλαγής φάσης ανά γραμμή, από την οποία πήρε και το όνομά του (Phase Alternation Line). Με αυτόν τον τρόπο, η φάση της χρωμοφέρουσας του σήματος χρωματικότητας, μεταβάλλεται από γραμμή σε γραμμή, κατά 180ο, ώστε η μία γραμμή να μην παρεμβάλει την άλλη, κατά την αναπαραγωγή του τηλεοπτικού σήματος. Για τη δημιουργία της εικόνας, χρησιμοποιεί 625 γραμμές και συχνότητα σάρωσης στα 50Ηz (25 πλαίσια το δευτερόλεπτο). Υποστηρίζει πλεκτή και προοδευτική σάρωση, αλλά στις εκπομπές χρησιμοποιεί μόνο την πλεκτή. Το χρωμοσήμα μεταδίδεται με συχνότητα 4,43ΜΗz.
SECAM
Το σύστημα SECAM επινοήθηκε στη Γαλλία το 1958 και ήταν το πρώτο σύστημα που απαιτούσε μνήμη από την τηλεοπτική συσκευή, διαδικασία που του χάρισε και το όνομά του (Seqentiel Coleur ά Memoire, Διαδοχή Χρωμάτων με Μνήμη).Το σύστημα SECAM, από τότε που ανακαλύφθηκε, έχει παρουσιαστεί με διάφορες παραλλαγές. Εμείς θα μιλήσουμε για το SECAM III, το οποίο είναι προσαρμοσμένο στο τηλεοπτικό πρότυπο, που έχει 625 γραμμές και συχνότητα πεδίου 50Ηz. Εφαρμόστηκε σε όλες τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και σε μερικές της Βόρειας Αφρικής. Κάποια απ’ τις παραλλαγές του, το SECAM IIIb, εφαρμόστηκε για κάποιο καιρό και στη χώρα μας. Στο SECAM, ενώ το σήμα φωτεινότητας εκπέμπεται συνεχώς, τα σήματα χρωματικότητας εκπέμπονται διαδοχικά. Έτσι, κατά τη διάρκεια μιας γραμμής, εκπέμπεται το σήμα R-Y και στη διάρκεια της επόμενης, το σήμα Β-Υ, σε αντίθεση με τα συστήματα NTSC και PAL, όπου τα χρωμοσήματα εκπέμπονται μαζί. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεται η αλληλεπίδραση των σημάτων μεταξύ τους, που έχει ως αποτέλεσμα την παραποίηση του χρωματικού τόνου. Τα δύο σήματα χρωμοδιαφορών χρησιμοποιούν δύο διαφορετικές συχνότητες για τη μετάδοσή τους, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται το πρόβλημα των φασικών παραμορφώσεων. Το σήμα R-Y χρησιμοποιεί τη συχνότητα των 4,41MHz, ενώ το σήμα B-Y τα 4,25ΜHz.
Τα ψηφιακά συστήματα μετάδοσης
Η μεγάλη διάδοση της τηλεόρασης, που συνδυάστηκε με το πέρασμα στην ιδιωτική τηλεόραση, δημιούργησε αυτόματα το πρόβλημα έλλειψης συχνοτήτων. Η μπάντα της επίγειας τηλεόρασης των 47-862MHz, δεν είναι πλέον αρκετή για να φιλοξενήσει τους φιλόδοξους τηλεοπτικούς providers, ενώ στη χώρα μας -και ειδικά στην περιοχή της Αττικής, έχει εξαντληθεί και με το παραπάνω, χάρη στις διπλές μεταδόσεις Πάρνηθας-Υμηττού, στις οποίες οφείλονται και τα γνωστά προβλήματα των παρεμβολών, που εμφανίζονται σε πολλές περιοχές.
Από την άλλη πλευρά, η ψηφιακή μετάδοση περικλείει το μαγικό όρο, την πολύπλεξη καναλιών, που έρχεται να δώσει λύση στο πρόβλημα χωρητικότητας, αφού με χρήση της, από την ίδια συχνότητα, μπορούν να εκπέμπονται πολλά κανάλια.
Εκτός από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, που τραβούν από νωρίς το δικό τους δρόμο, οι προσπάθειες του υπόλοιπου πλανήτη για ψηφιακή TV ξεκινούν περί το 1990 και καρποφορούν το Σεπτέμβριο του 1993, όταν περισσότεροι από 200 οργανισμοί επισημοποιούν ένα κοινό πρότυπο ψηφιακής μετάδοσης, το DVB (Digital Video Broadcast).
Το πρώτο πρόβλημα που κλήθηκε να λύσει ο οργανισμός, ήταν οι τρεις διαφορετικοί τρόποι ψηφιακής τηλεοπτικής μετάδοσης, οι οποίοι, λόγων των ειδικών αναγκών τους, επέβαλαν και διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά. Έτσι, το πρότυπο DVB χωρίστηκε σε τρία νέα πρότυπα: Το DVB-S (Satellite) που αφορούσε τα χαρακτηριστικά μετάδοσης της ψηφιακής δορυφορικής TV, το DVB-T (Terrestial) για την επίγεια ψηφιακή TV και το DVB-C (Cable) για την καλωδιακή TV.
Αυτό όμως που καθόρισε σαν ενιαίο σύστημα το DVB, ήταν σίγουρα ο τρόπος κωδικοποίησης, αφού ως στάνταρτ επιλέχθηκε ο αλγόριθμος απωλεστικής συμπίεσης MPEG-2.
Ο αλγόριθμος είναι γνωστός από το χώρο των DVD, αφού η χρήση του στο συγκεκριμένο χώρο επέτρεψε την αποθήκευση υψηλής ποιότητας εικόνας, στον περιορισμένο χώρο του δίσκου. Ακριβώς την ίδια δουλειά κλήθηκε να πραγματοποιήσει και στο χώρο των ψηφιακών μεταδόσεων. Να μεταφέρει πολλά κανάλια μέσα από μία συχνότητα, διατηρώντας αναλλοίωτη την ποιότητα εικόνας.
DVB-S
To DVB-S ήταν το πρώτο στάνταρτ της σειράς DVB, αφού δημοσιεύτηκε το 1994. Για να μεταδώσει την πληροφορία, χρησιμοποιεί τη διαμόρφωση QPSK (Quadrature Phase Shift Keying, Τετραπλή Ολίσθηση Φάσης), η οποία εξυπηρετεί τις ανάγκες μετάδοσης μέσω δορυφόρου, αφού το σήμα καλείται να διανύσει 36.000km από το δορυφόρο, προς το κάτοπτρο του τηλεθεατή. Η ολίσθηση φάσης αλλάζει τη φάση του σήματος, που εκπέμπεται κάθε φορά, που αλλάζει το ψηφίο της παλμοσειράς των 0 και 1. Με αυτόν τον τρόπο, η μετάδοση δεν χρησιμοποιεί ψηφία, αλλά ζεύγη ψηφίων, τα οποία ονομάζονται σύμβολα. Τα σύμβολα αναπτύσσονται πάνω στο τεταρτημόριο, με αποτέλεσμα να παίρνουν τις τιμές 00, 01, 10 και 11. Έτσι, το bit rate της μετάδοσης, είναι διπλάσιο από το Symbol Rate, αφού 1Symbol=2bits.
Το DVB-S χρησιμοποιεί τις μπάντες συχνοτήτων C (2,3-6,5GHz) και Ku (10,7-20GHz), ενώ υποστηρίζει και την μπάντα Ka (20-30GHz), η οποία αποτελεί το μέλλον της δορυφορικής TV. Χρησιμοποιεί κυκλική (δεξιόστροφη ή αριστερόστροφη), αλλά και οριζόντια (οριζόντια ή κατακόρυφη) πόλωση.
DVB–T
To DVB-T είναι το νεότερο από τα τρία συστήματα DVB και σίγουρα το πιο ισχυρό. Χρησιμοποιεί διαμόρφωση COFDM (Coded Orthogonal Frequency Division Multiplexing) ή Κωδικοποιημένη Ορθογώνια Πολυπλεξία με Διαίρεση Συχνότητας. Χρησιμοποιεί την μπάντα της επίγειας τηλεόρασης VHF/UHF (45-862MHz), με πόλωση γραμμική (οριζόντια ή κατακόρυφη). H διαμόρφωση COFDM είναι μια διαμόρφωση πολλών φέροντων σημάτων, η οποία χωρίζει το κύριο σήμα σε πολύ μικρότερα υποσήματα, τα οποία εκπέμπει σε διαφορετικές συχνότητες (subcarriers).
Η ορθογώνια πολυπλεξία στηρίζεται στην τεχνική, ότι δύο χρονικές συναρτήσεις είναι ορθογώνιες (έχουν δηλαδή διαφορά φάσης 90 μοίρες), όταν το άθροισμα των γινόμενών τους (για την ακρίβεια, το γινόμενο των ορισμένων ολοκληρωμάτων τους) είναι μηδέν. Τα ορθογώνια σήματα δεν αλληλοπαρεμβάλλονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα κατά την εκπομπή να μπορεί να μπαίνει το ένα ακριβώς πίσω από το άλλο, κερδίζοντας έτσι πολύτιμο εύρος ζώνης.
DVB–C
Το DVB-C είναι το δεύτερο σε σειρά υλοποίηση πρότυπο, του οργανισμού DVB. Στηρίζεται στη διαμόρφωση 64-QAM ή και ακόμη μεγαλύτερη. Η διαμόρφωση QAM (Quadrature Amplitude Modulation ή Τεταρτημοριακή Διαμόρφωση Πλάτους), αποτελεί το ψηφιακό ανάλογο της αναλογικής διαμόρφωσης AM. Πρόκειται για ένα συνδυασμό των διαμορφώσεων PSK (Phase Shift Keying) και ΑΜ, αφού κατά τη διαμόρφωση, αλλάζει το πλάτος, αλλά και η φάση του σήματος.
Το DVB-C, για τις ανάγκες της καλωδιακής τηλεόρασης, χρησιμοποιεί εύρος ζώνης στα 5-822MHz.