Με το Μιχάλη Μουρούτσο συνεχίστηκε την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου ο νέος κύκλος του “Legend Stories” που θα προβάλλεται κάθε Τετάρτη στις 22:00, στο Novasportsstories. Ο Χρυσός Ολυμπιονίκης του 2000 στο Σίδνεϊ στο ταεκβοντό στην κατηγορία των 58 κιλών, αποκαλύπτει γνωστές και άγνωστες πτυχές όλης της σταδιοδρομίας του από τα παιδικά του χρόνια…Με το Μιχάλη Μουρούτσο συνεχίστηκε την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου ο νέος κύκλος του “Legend Stories” που θα προβάλλεται κάθε Τετάρτη στις 22:00, στο Novasportsstories. Ο Χρυσός Ολυμπιονίκης του 2000 στο Σίδνεϊ στο ταεκβοντό στην κατηγορία των 58 κιλών, αποκαλύπτει γνωστές και άγνωστες πτυχές όλης της σταδιοδρομίας του από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την κατάκτηση της κορυφής του κόσμου. Το αφιέρωμα στο Μιχάλη Μουρούτσο, επιμελήθηκε η δημοσιογράφος των καναλιών Novasports, Χριστίνα Κομίνη.
Παρακάτω ακολουθεί η πλήρης απομαγνητοφώνηση του αφιερώματος.
Για το ξεκίνημα της καριέρας του
“Θυμάμαι ήμουν πολύ ζωηρό παιδί. Το μοναδικό παιχνίδι, που μου άρεσε να παίζω ήταν να παλεύω με τον αδερφό μου και αναζητούσα συνέχεια να πηγαίνω σε ένα video club της γειτονιάς μου και να βλέπω ταινίες πολεμικών τεχνών. Ξεκίνησα με τον Μπρους Λι, στη συνέχεια πήγα στον Τσάκι Τσαν, αφού τελείωσαν και όλες οι ταινίες του Τσάκι Τσαν πήγα στον Τσακ Νόρις, στον Στίβεν Σιγκάλ, δεν άφησα ήρωα για ήρωα εκείνης της εποχής στις πολεμικές τέχνες, που να μην τον μελέτησα και να μην προσπάθησα να μιμηθώ τις κινήσεις, που έβλεπα πάνω στον αδερφό μου.”
“Σε μια εποχή, όπου ο αθλητισμός είχε ανθίσει μιας και η εθνική ομάδα μπάσκετ είχε καταφέρει να φέρει μια πολύ μεγάλη επιτυχία για τον ελληνικό αθλητισμό και όλα τα παιδιά της ηλικίας μου ήθελαν να πάρουν μια μπάλα μπάσκετ και να βρεθούν σε ένα γήπεδο ώστε να ασχοληθούν με αυτό το άθλημα.Με μένα έγινε ακριβώς το αντίθετο, έτυχε να ανοίξει μια σχολή ταεκβοντο ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου και περνώντας μία μέρα από κει αντίκρισα πολλά παιδιά της ηλικίας μου να κάνουν προπόνηση με την άσπρη αθλητική φόρμα. Μου φάνηκε πολύ δελεαστικό και αντί να πάω στην πλατεία να παίξω, πήγα κατευθείαν σπίτι και ζήτησα από τη μητέρα μου να με γράψει στη σχολή. Έτσι βρεθήκαμε εκεί, πήραμε πληροφορίες και ξεκίνησα τα μαθήματα. Μετά από δυο μέρες παρόλο, που ο αδερφός μου ήθελε να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο, ξεκίνησε κι εκείνος ταεκβοντο κι έτσι βρεθήκαμε σε αυτήν την οικογένεια, που μου έχει δώσει πάρα πολλά και ακόμη και σήμερα υπηρετώ αυτό το άθλημα από ένα άλλο πόστο.”
“Με το που ξεκίνησα τα μαθήματα κατάλαβα, αν και ήμουν πολύ μικρός, μόλις επτά χρονών, ότι ήμουν γεννημένος γι ‘αυτό. Δεν ήθελα να φεύγω από την προπόνηση, αισθανόμουν άδειος. Ζήτησα από τον δάσκαλό μου να κάνω περισσότερη ώρα, μου το επέτρεψε αλλά έφτανε σε σημείο, που με έδωχνε από το γυμναστήριο γιατί ήθελα να κάνω όλα τα γκρουπ.”
“Για την ηλικία μου ήμουν πολύ μικροκαμωμένος. Είχα κερδίσει χρονιά και ήμουν στην ίδια τάξη με παιδιά, που ήταν ουσιαστικά μεγαλύτερα από μένα. Ήμουν από τα πιο μικροκαμωμένα παιδιά του σχολείου. Οι πρώτοι μου αγώνες ήρθαν το 1990 και αγωνίστηκα στην κατηγορία των -28 κιλών. Κατάφερα να πάρω το χρυσό μετάλλιο μετά από τρεις αγώνες αν θυμάμαι καλά και αυτό μου κέντρισε ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον γιατί διαπίστωσα ότι τελικά δεν είναι αυτό που μου αρέσει, είναι και αυτό που με ξεχωρίζει, ένα άθλημα στο οποίο ξεχωρίζω στον ανταγωνισμό σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά.”
“Εκείνη την εποχή είχα τρέλα και με το ποδόσφαιρο. Όταν λοιπόν έπρεπε να αποφασίσω ποιο άθλημα θα ακολουθήσω, σκέφτηκα ότι στο τάε κβο ντο έχω ένα μετάλλιο, στο ποδόσφαιρο δεν έχω μετάλλιο, οπότε εκεί πρέπει να συνεχίσω.”
“Στο έκτο, λοιπόν, πρωτάθλημα αγωνίστηκα στον τελικό με έναν αθλητή από το Περιστέρι και κατάφερε να με κερδίσει. Δεν θα ξεχάσω ότι δεν μπορούσε κανένας να με συνεφέρει από την στεναχώρια μου και από το κλάμα που είχα σαν παιδί. Με πείραξε πάρα πολύ που ήμουν δεύτερος αλλά αυτό μου έδωσε πείσμα να συνεχίσω και να ξανανέβω στην κορυφή.”
“Ήμουν ένα παιδί που δεν είχα ταλέντο στο τάε κβο ντο γιατί δεν είχα καθόλου ευλυγισία. Δεν μπορούσα να σηκώσω εύκολα το πόδι μου πάνω από τη μέση. Το τάε κβο ντο απαιτεί να έχεις ανοίγματα και να μπορείς να κλωτσάς και στο κεφάλι. Κλωτσούσα μόνο με το αριστερό, το δεξί το είχα μόνο για να ανεβαίνω τα σκαλιά. Απλά από ένα σημείο και μετά κατάλαβα ότι δεν μπορώ να κερδίζω κάποιους αντιπάλους αν δεν έχω και το δεξί μου πόδι οπότε αποφάσισα να δουλέψω το δεξί περισσότερο στην προπόνηση και κάποια στιγμή έφτασα να κλωτσάω το ίδιο καλά και με τα δύο πόδια.”
“”Εκλεισε η σχολή για το καλοκαίρι (1995) και τον Σεπτέμβρη δεν άνοιξε. Πήγα στη σχολή να ξεκινήσω πάλι τις προπονήσεις, τη βρήκα κλειστή και δεν είχα καμία επικοινωνία με το δάσκαλό μου. Έμαθα όμως ότι ο δάσκαλός μου σύχναζε σε ένα συγκεκριμένο μέρος στο Παγκράτι και ξεκίνησα μόνος μου με τα πόδια από τη Δάφνη για να τον βρω. Όταν τον βρήκα στην καφετέρια μου λέει “Τι θέλεις εσύ εδώ;” Του απαντώ “Δάσκαλε ήρθα να σε βρω. Ήρθα στη σχολή να ξεκινήσω μαθήματα και τη βρήκα κλειστή. Πότε θα την ανοίξεις;” Μου απάντησε “δεν ξέρω αν θα την ανοίξω, το σκέφτομαι, όταν αποφασίσω θα σε ενημερώσω.” Έφυγα αλλά την επόμενη μέρα ξαναπήγα. “Πάλι εδώ;” με ρωτάει “Δεν σου είπα ότι θα σε ενημερώσω;” Εγώ το βιολί μου, κάθε μέρα ξεκινούσα από τη Δάφνη, να πηγαίνω να βρω το δάσκαλο, περιμένοντας να ακούσω τη μαγική κουβέντα “ξέρεις Μιχάλη θα ανοίξει η σχολή”. Τελικά αυτό δεν έγινε ποτέ. Ο δάσκαλός μου με ενημέρωσε ότι αποφάσισε να μην ξανανοίξει τη σχολή και τότε τον ρώτησα “τι θα κάνω εγώ Δάσκαλε χωρίς εσένα; Πώς θα κάνω προπόνηση;” “Πλέον” μου λέει “θεωρώ ότι δεν έχω να σου δώσω κάτι άλλο, σου έδωσα ότι είχα να σου δώσω, σου έδωσα την πλαστελίνη, από δω και πέρα πρέπει να την πλάσεις μόνος σου, αυτό που μπορώ να κάνω για σένα είναι να σου συστήσω πέντε-έξι σχολές, να πας να δεις και όπου σου αρέσει το κλίμα εκεί να συνεχίσεις την πορεία σου κι εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου και θα σε στηρίζω.”
Πήγα στις σχολές που μου πρότεινε αλλά το κλίμα ήταν διαφορετικό από αυτό της δικής μου οπότε κάθε μέρα μετά την προπόνηση έφευγα στεναχωρημένος, μου έλειπε πάρα πολύ η προπόνηση με τον δάσκαλό μου, το δέσιμο ήταν τεράστιο μαζί του και δεν μπορούσα να δεχτώ στο μυαλό μου άλλον δάσκαλο. Οπότε αποφάσισα μαζί με τον αδερφό μου να κάνουμε προετοιμασία μόνοι μας μέσα στο σπίτι μας. Τότε είχαμε ένα σπίτι δυάρι. Μέναμε σε ένα δωμάτιο εμείς, οι γονείς μου έμεναν σε ένα χολ και είχαμε ένα μικρό σαλονάκι από το οποίο βγάζαμε όλα τα έπιπλα στη βεράντα και κάναμε προπόνηση εκεί. Κάνοντας προπόνηση έτσι κατάφερα να ξανακερδίσω το χρυσό στο πανελλήνιο πρωτάθλημα και να διεκδικήσω τη συμμετοχή μου για πρώτη φορά στην εθνική ομάδα.”
“Την ίδια λοιπόν περίοδο ο αδερφός μου είχε καταφέρει να μπει στην εθνική ομάδα ανδρών, πήγε στο Βαλκανικό πρωτάθλημα της Τουρκίας και στον πρώτο του αγώνα έσπασε το χέρι του. Μετά από αυτόν τον τραυματισμό κι επειδή το να κάνεις προπόνηση μόνος σου ήταν πολύ δύσκολο, ο αδερφός μου αποφάσισε να τα παρατήσει οπότε έμεινα χωρίς παρτενέρ. Αναγκαστικά λοιπόν έπρεπε να κάνω την καρδιά μου πέτρα και να πάω σε σχολή ώστε να μπορέσω να βρω ζευγάρι για να κάνω προπόνηση. Μέσα από την εθνική ομάδα έγινα φίλος με τους συναθλητές μου και πήγαινα στις σχολές τους κι έκανα προπονήσεις αλλά ξεχωριστά από τους υπόλοιπους. Πηγαίναμε σε μια γωνία σε δύο τετραγωνικά και κάναμε τη δική μας προπόνηση.”
“Είμαι πολύ περήφανος για τους γονείς μου και για τον τρόπο που με μεγάλωσαν αλλά και για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν το κομμάτι του πρωταθλητισμού. ‘Ηταν οι αόρατοι βοηθοί μου, παρόλο που ήθελαν να έίμαι ευτυχισμένος, να διακριθώ και να με γεμίζει αυτό που κάνω, ποτέ δεν ασχολήθηκαν με το πως κάνω προπόνηση, ποτέ δεν ασχολήθηκαν με το αν ο δάσκαλός μου κάνει καλή δουλειά. Είχαν τυφλή εμπιστοσύνη στο δάσκαλό μου και το μόνο που με ρωτούσαν ήταν αν χρειάζομαι κάτι από αυτούς, π.χ. έλεγα στον πατέρα μου ότι θέλω να με πας σε αυτό το γυμναστήριο για να κάνω προπόνηση. Με πήγαινε, καθόταν σε μια γωνία και με παρακολουθήσε ήρεμος και φεύγοντας δεν μου έλεγε το παραμικρό ούτε αν έκανα σωστά την προπόνηση, ούτε αν έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο, ούτε υστερείς σε αυτό το πράγμα πρέπει να το διορθώσεις.Τίποτα απολύτως. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν αν ήμουν χαρούμενος κι αν με γεμίζει όλο αυτό.”
“Αφού ήμουν μέλος της Εθνικής ομάδας, ζήτησα από τον δάσκαλό μου αφού θα πήγαινε στην Κορέα να με πάρει μαζί του για να δω πως προπονούνται εκεί μιας και το τάε κβο ντο είναι κορεατικο άθλημα και γι’αυτό θεωρούνται οι καλύτεροι αθλητές του κόσμου. Πήγα μαζί του για πέντε μέρες, έκανα δύο προπονήσεις μέσα σε ένα λύκειο και όταν γύρισα πίσω ήμουν ένας άλλος αθλητής.Το σώμα μου λειτούργησε σαν σφουγγάρι και ότι είδα από αυτούς, το έκανα πράξη μετά στις δικές μου προπονήσεις.Εκεί λοιπόν κατάλαβα ότι οι αθλητές δουλεύουν πάρα πολύ σκληρά, τεχνικά είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο και σκέφτηκα ότι αν ήθελα να κάνω το κάτι παραπάνω έπρεπε να πηγαίνω πιο συχνά στην Κορέα και να κάνω προπονήσεις εκεί.”
Για την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ
“Στις αρχές της επόμενης χρονιάς ήταν η πρόκριση για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε για να προκριθεί ένας αθλητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες είχε δύο δρόμους. Ο πρώτος δρόμος ήταν να πάει στην παγκόσμια πρόκριση, όπου εκεί περνούσαν οι τέσσερις πρώτοι αθλητές από κάθε κατηγορία και ο άλλος δρόμος ήταν να παει στην ευρωπαϊκή πρόκριση από την οποία περνούσαν οι δύο πρωτοι αθλητές, έπρεπε δηλαδή να φτάσεις στον τελικό. Εγώ, ο Αλέξης Νικολαϊδης, η Αρετή Αθανασοπούλου και η Μόρφω Δροσίδου πήγαμε στην ευρωπαϊκή πρόκριση και τρεις από τους τέσσερις πήραμε την πρόκριση για το Σίδνεϊ. Αυτοί οι αγώνες ήταν για μένα επεισοδιακοί διότι στον δεύτερο αγώνα, ενώ αγωνιζόμουν με τον πρωταθλητή Ευρώπης της προηγούμενης χρονιάς, έναν Τούρκο αθλητή κατά τη διάρκεια του αγώνα έκανα ένα πολύ δυνατό χτύπημα με στόχο τον θώρακα του αντιπάλου μου και χωρίς να σκεφτεί ο αντίπαλός μου την κίνησή του προσπάθησε να μπλοκάρει το πόδι μου και χτύπησα με το κουτουπιέ μου πάνω στον αγκώνα του. ’κουσα ένα πολύ δυνατό κρακ, το οποίο θυμάμαι σαν τώρα να με χτυπάει μέσα στο μυαλό μου κι εκεί κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Απλά το σώμα μου ήταν τόσο ζεστό, που μπόρεσα να συνεχίσω τον αγώνα και να μην νιώσω το παραμικρό. Ο δεύτερος αγώνας με τον Τούρκο δεν μου έδινε το εισιτήριο για το Σίδνει και έπρεπε να δώσω άλλον έναν να τον κερδίσω και να πάρω το εισιτήριο μου. ‘Οταν όμως ήρθε η στιγμή να σηκωθώ και να κάνω το ζέσταμα, το σώμα μου είχε κρυώσει τόσο πολύ, που δεν μπορούσαν να στηριχτώ στα δυο μου πόδια. Ευτυχώς χάρη στις γνωριμίες του δασκάλου μου ήρθαμε σε επαφή με έναν γιατρό από την γερμανική ομάδα, ο οποίος τυχαίνει να είναι και Έλληνας, ο Βασίλης Παπαδόπουλος, ο οποίος μου έκανε μια ένεση μέσα στην άρθρωση του ποδιού και κατάφερα τουλάχιστον να μην με ενοχλεί τόσο πολύ το πόδι μου ώστε να αγωνιστώ.”
“Συμμετείχα στο Παγκόσμιο Κύπελλο περίπου έξι μήνες πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες κι εκεί έχω την πρώτη μεγάλη μου ήττα από έναν Αιγύπτιο πρωταθλητή, ο οποίος με κέρδισε με 6-0, ήταν το μεγαλύτερο σκορ που είχα χάσει ποτέ στην καριέρα μου αλλά κρίνοντας τους λόγους που έχασα αυτόν τον αγώνα ήμουν σίγουρος ότι ήταν θέμα κόπωσης γιατί οι κινήσεις μου δεν ήταν αποτελεσματικές, ένιωθα το σώμα μου κουρασμένο, δεν είχα αυτοπεποίθηση μέσα στον αγώνα, οπότε ήταν αναπόφευκτο να έρθει αυτό το αποτέλεσμα. Μετά από αυτό το ταξίδι πήγαμε στην Πάτρα για το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, που θα γινόταν μετά από τρεις εβδομάδες. Σε μία προπόνηση όπου ένιωθα πολύ κουρασμένος έπαθα βαρύ διάστρεμμα στον αστράγαλό μου, έλα όμως που μου ήρθε κι άλλη δυσκολία γιατί στον πρώτο αγώνα, έχοντας απέναντί μου έναν πρωταθλητή από τη Λευκορωσία, δέχτηκα ένα χτύπημα στο χέρι κι ένιωσα ένα μούδιασμα, σταματάω τον αγώνα, κοιτάω το χέρι μου και αντιλαμβάνομαι ότι έχω πάθει εξάρθρωση στο κόκαλο του μικρού μου δαχτύλου και το κόκκαλο έχει βγει έξω από το δέρμα και το βλέπω πεντακάθαρα. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να συνεχίσω τον αγώνα. Πήρα έναν επίδεσμο, έδεσα το χέρι μου ώστε να μην τρέχει αίμα και συνέχισα, κατάφερα να κερδίσω και αυτόν τον αγώνα και τους επόμενους και μπήκα στα ημιτελικά. Αμέσως μετά πήγα στο νοσοκομείο της Πάτρας, ήρθα σε επαφή με τον γιατρό και του λέω “γιατρέ κάνε ότι μπορείς γρήγορα γιατί πρέπει να γυρίσω να παίξω στον ημιτελικό. Μου απάντησε “θα αστειεύεσαι, δεν γίνεται να σου κάνω χειρουργείο και να πας να παίξεις” του απάντησα “όχι δεν αστειεύομαι ή θα με φτιάξεις γρήγορα ή θα πάω να παίξω και θα γυρίσω μετά. Διάλεξε”. ο γιατρός μου απάντησε “Είσαι τρελλός για δέσιμο, κάτσε κάτω.” Μου κάνει το χειρουργείο, γυρίζω στους αγώνες, κερδίζω τον ημιτελικό, κερδίζω και τον τελικό αλλά ξαναδέχομαι ένα χτύπημα, ξανά το κόκκαλο έξω και πάλι από την αρχή. Ετσι ήρθε το πρώτο μου χρυσό μετάλλιο και το πρώτο ευρωπαϊκό στην ιστορία των ανδρών για τη χώρα μας και αυτό το μετάλλιο μου έδωσε την ώθηση και την τρομερή αυτοπεποίθηση να πάω στους Ολυμπιακούς και να έχω την πεποίθηση ότι μπορώ να καταφέρω μεγάλα πράγματα. “
Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000 στο Σίδνεϊ
“Είχα ένα περίεργο συναίσθημα ότι σε αυτούς τους Αγώνες θα μου πάνε όλα καλά, το μόνο που ήθελα ήταν να αποφύγω στην κλήρωση δύο συγκεκριμένους αθλητές, ο πρώτος ήταν ο Αιγύπτιος, ο οποίος έξι μήνες πριν με είχε κερδίσει με 6-0 και ήταν η μεγαλύτερη ήττα στην καριέρα μου και ο δεύτερος ήταν ο αθλητής από την Chinese Taipei, ο οποίος ήταν αήττητος τα τελευταία τέσσερα χρόνια και ήταν το φαβορί της κατηγορίας και αν ρωτούσες τον οποιοδήποτε μέσα στο χώρο μας θα σου απαντούσε ότι αυτός ο αθλητής θα έβγαινε σίγουρα πρώτος. Ήρθε η στιγμή, που θα μαθαίναμε την κλήρωση. Μπαίνω λοιπόν στο δωμάτιο, το οποίο μοιραζόμουν με τον Νίκο Συρανίδη και τον προπονητή μου από την Κορέα και μόλις τον αντικρίζω καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά. Οι λέξεις του ήταν οι εξής: “Μουρούτσο, Αρετή κακό, Αλέξης καλό”. Εννοούσε ότι εγώ και η Αρετή είχαμε μια κακή κλήρωση, ενώ ο Αλέξης καλή κλήρωση. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι δεν μπορεί Μιχάλη να είσαι τόσο άτυχος. Ότι ήθελα να μην μου τύχει μου έτυχε, δεν μου άξιζε να έχω κάνει τόσο κόπο και επειδή είχα μια κακή κλήρωση να σταματήσουν οι δυνάμεις μου εκεί.”
“Αποφάσισα την τελευταία μέρα να επικοινωνήσω με τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους. Με τους γονείς μου, τον αδερφό μου και τους φίλους μου με τους οποίους είχα μεγαλώσει μαζί. Αν θυμάμαι καλά πήρα πρώτα τον αδερφό μου, ο οποίος ήταν φαντάρος και θα απολυόταν εκείνη την ημέρα, θα έπαιρνε το αεροπλάνο και θα έφτανε στο Σίδνεϊ την μέρα, που αγωνιζόμουν. “Φέρε μου σε παρακαλώ την κασέτα με τα τσάμικα γιατί την ξέχασα και τα μαύρα μου μποτάκια” του είπα. Στη συνέχεια παίρνω την μητέρα μου και την ρωτάω σε τι κατάσταση είναι το σπίτι “μια χαρά” μου απαντάει “γιατί”; “Γιατί αύριο το σπίτι θα είναι γεμάτο από δημοσιογράφους, θα γεμίσει κόσμο, αύριο θα βγω πρώτος. Ο μπαμπάς έχει λεφτά πάνω του;” τη ρωτάω, “πες του να έχει λεφτά, να πάρει γλυκά, να πάρει κρασιά, θα γίνει χαμός.”
“Ξυπνάω λοιπόν εκείνο το πρωινό, 27 Σεπτεμβρίου του 2000, που είναι μια ημερομηνία, που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου και το μόνο πράγμα που έκανα ήταν να ανοίξω την κουρτίνα και να κοιτάξω έξω. Είδα ότι έβρεχε και σκέφτηκα πολύ ωραία μέρα για να γίνω Ολυμπιονίκης. Ετοίμασα τα πράγματα μου, τα όπλα μου όπως τα λέω, τη στολή μου, τη ζώνη μου, τους επιδέσμους μου και ξεκινήσαμε να πάμε στην αίθουσα όπου γίνονταν οι Αγώνες. Με τα γουόκμαν στο κεφάλι ακούγοντας τσάμικα. Οι γονείς μου με είχαν μάθει να έχω μια ιδιαίτερη σχέση με την παραδοσιακή μουσική και συγκεκριμένα με τα τσάμικα, οπότε με ευχαριστούσε πάρα πολύ να ακούω τσάμικα πριν τους αγώνες γιατί με έκαναν να αισθάνομαι και εθνικά πολύ δυνατός. Να αισθάνομαι υπερήφανος που είμαι Έλληνας και που αγωνίζομαι για τη χώρα μου.”
“Αγωνίζομαι με τον Αιγύπτιο αθλητή, καταφέρνω να τον κερδίσω ακριβώς με το ίδιο σκορ, με 6-0. Απίστευτο συναίσθημα αλλά ήξερα ότι η συνέχεια ήταν πιο δύσκολη. Παίζω λοιπόν με τον αθλητή από την Κινεζική Ταϊπέι και καταφέρνω να τον κερδίσω. Θεωρώ ότι ήταν ένας αθλητής, που αν ξαναέπαιζα εκατό φορές μαζί του θα με κέρδιζε και τις 100. Μόλις κέρδισα αυτόν τον αθλητή σκέφτηκα ότι αν δεν πάρεις τώρα το χρυσό θα έχεις αποτύχει. Παίζω στον ημιτελικό με έναν αθλητή από την Αργεντινή, ο οποίος ήταν κι αυτός μικρός σε ηλικία, και ήταν ο μόνος αγώνας που αισθάνθηκα άγχος. Γιατί ήταν ένας αγώνας, που αν τον κέρδιζα θα περνούσα στον τελικό, αν όμως έχανα θα έπρεπε να αγωνιστώ στα ρεπεσάζ και αν κατάφερνα να κερδίσω θα πάλευα για το χάλκινο. Πέρασα στον τελικό και πριν από αυτόν είχα ένα πεντάωρο να ξεκουραστώ. Το σώμα μου ήταν καταπονημένο από την ένταση και τα χτυπήματα. Δεν μπορούσα σχεδόν να περπατήσω, επέστρεψα στο Ολυμπιακό χωριό και για πρώτη φορά μπήκα σε φυσικοθεραπευτήριο και ζήτησα να μου κάνουν μασάζ. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Βούλα Πατουλίδου, την οποία θυμόμουν όταν πήρε το χρυσό το 1992 και τότε ήμουν παιδάκι και όλη η Ελλάδα πανηγύρισε το χρυσό της Βούλας και του Πύρρου Δήμα και την είδα για πρώτη φορά από κοντά στη ζωή μου, οπότε αισθάνθηκα τρομερή τιμή. Επέστρεψα στο προθερμαντήριο, έρχεται ο Κορεάτης προπονητής, πάει να μου κρατήσει κάτι στόχους, “κλώτσα” μου λέει, πού να κλωτσήσω εγώ, πονούσα παντού, του είπα ότι δεν μπορώ να κλωτσήσω, μου πετάει τους στόχους και μου λέει “κάνε ότι θες” και με αφήνει. Δεν ήξερα πώς να ζεσταθώ και το μόνο, που σκέφτηκα ήταν να πάω κοντά στην πόρτα, που οδηγούσε στην αρένα του σταδίου, έκατσα σε μια καρέκλα, κέντραρα ένα σημείο απέναντί μου και το κοιτούσα για 45 λεπτά χωρίς να κουνηθώ. Έκανα μόνο θετικές σκέψεις, καμία αρνητική και το μόνο που περίμενα ήταν να μπω μέσα και να αγωνιστώ με τον Ισπανό αντίπαλό μου. Πέντε λεπτά πριν ξεκινήσει ο τελικός θυμάμαι τον Ισπανό να κάνει ζέσταμα ακριβώς δίπλα μου και ξαφνικά κάνει μια κίνηση προς τα δεξιά για να δει τι ακριβώς κάνω. Σκέφτηκα ότι του πήρα την ψυχολογία και δεν υπάρχει περίπτωση να με κερδίσει. Μπήκα μέσα και αισθάνθηκα σα να έχω κάνει το καλύτερο ζέσταμα της ζωής μου. Δεν ένιωσα πόνο και το σώμα μου έσταζε από ιδρώτα και η εγκεφαλική προετοιμασία, που έκανα ήταν τόσο δυνατή, που το σώμα μου μπορούσε να αποδώσει τα μέγιστα.”
“Τελείωσε ο αγώνας. Κέρδισα με 4-2. Η χαρά μου ήταν τεράστια αλλά είχα μάθει από πολύ μικρός να διαχειρίζομαι και την ήττα και τη νίκη. Ήθελα πάντα να σέβομαι τους αντιπάλους μου και ποτέ στη ζωή μου δεν πανηγύρισα ένα μετάλλιο με υπερβολικό τρόπο. Χάρηκα, σήκωσα τον προπονητή στο κέντρο του τερέν για να τον χειροκροτήσει όλο το γήπεδο, αναγνωρίζοντας την προσφορά του προς εμένα, στη συνέχεια κατευθύνθηκα στην εξέδρα όπου εκεί ήταν ο αδερφός μου, ένας φίλος μου, ο Νίκος Δημητρακόπουλος και μία φίλη μου, η Τζωρτζίνα, η οποία ζούσε στην Αυστραλία εκείνη την περίοδο και μαζί με μία διαιτήτρια, την Ιώ Χατζημηνά και δύο άλλους προπονητές ήταν οι μοναδικοί Έλληνες από τον χώρο μας, που ήταν εκεί στο Σίδνει για να παρακολουθήσουν τις προσπάθειές μας.”
“Κάποια στιγμή δεν σας κρύβω ότι ήταν πολύ δύσκολο να διαχειριστώ τη δημοσιότητα γιατί ήμουν ένα παιδί είκοσι χρονών και ένιωσα να μου αρέσει αυτό, να μου αρέσει η αναγνώριση, να μου αρέσει ότι άνοιγαν οι πόρτες, να μου αρέσει που οι γυναίκες με έβλεπαν διαφορετικά αλλά ταυτόχρονα ένιωθα μια φωνή που μου έλεγε Μιχάλη προσγειώσου, δεν πρέπει να αλλάξεις, δεν πρέπει να χάσεις το στόχο σου. Ήταν λοιπόν και αυτή η παιδεία που είχα από την οικογένειά μου αλλά είχα και έναν δάσκαλο που μου έλεγε ότι μετά την επιτυχία αν θέλεις να διακριθείς ξανά ξεκινάς πάντα από το μηδέν. Αν θέλεις να μείνεις στην κορυφή πρέπει να κάνεις μεγαλύτερη προσπάθεια γιατί τώρα σε ξέρουν όλοι, θα σε μελετήσουν οι αντιπάλοι σου, οπότε πρέπει να κάνεις περισσότερη δουλειά.”
Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004
“Όταν ήρθε η στιγμή να αποφασίσω σε ποια κατηγορία θα αγωνιστώ στο 2004 έπρεπε να επιλέξω αν θα πάω στα -58 ή αν θα πάω στα -68. Η απόφασή μου ήταν να πάω στα -58 γιατί θεωρούσα ότι ήταν μια κατηγορία που την ήξερα. Για να πάω στα 63 έκανα δίαιτα, πόσο μάλλον να πάω στα 58. Έφτανα στα 74 κιλά και από τα 74 κατέβαινα στα 63, σκεφτείτε λοιπόν πόσο δύσκολο ήταν για μένα από τα 74 να πέσω στα 58. Πήγα σε έναν διαιτολόγο και όταν μου έκανε λιπομέτρηση μου είπε ότι αυτό που ζητάς δεν γίνεται. Του απάντησα ότι δεν έχω επιλογή και αν με βοηθούσε θα έφτανα. Είχα κολλήσει στα 67 και ότι κι αν έκανα δεν μπορούσα να κατέβω πιο κάτω. Σκίζω λοιπόν τα χαρτιά και λέω θα κάνω δίαιτα μόνος μου. Ήταν τρομερό λάθος αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Και ξαφνικά νιώθω έναν περίεργο πόνο στον αχίλλειο τένοντα. Οι γιατροί με πληροφόρησαν ότι έχω πάθει τενοντίτιδα βαριάς μορφής. Έκανα ένεση αλλά τα πράγματα έγιναν χειρότερα, δεν μπορούσαν να κάνω προπόνηση, ούτε καν να στηριχτώ. Δεν μπορούσα να κάνω προπόνηση, τα κιλά μου ήταν 67, οπότε η μόνη μου λύση ήταν η σάουνα. Πήγαινα δύο φορές την ημέρα και καθόμουν από 50 λεπτά στους 120 βαθμούς με αντιανεμικά. Επειδή ήμουν όμως αθλητής της προπόνησης δεν ένιωθα την ίδια αυτοπεποίθηση με το Σίδνεϊ, εκτός όμως από αυτό με άγχωσε πάρα πολύ ότι όλοι περίμεναν από μένα τη διάκριση. Το γεγονός ότι με είχαν νικητή πριν καν αγωνιστώ ήταν βάρος για μένα. Κατάφερα να περάσω τη ζύγιση και θυμάμαι να μην μπορώ μετά να σταματήσω να τρώω και να πίνω νερό, δύο μέρες μετά πήγα από τα 57,4 στα 71,6.”
“Ήταν κάτι που αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω θα το άλλαζα, θα έπαιζα στα -68 κιλά και σίγουρα θα είχα καλύτερη επίδοση. Το 2004 ήταν για μένα μοναδική εμπειρία γιατί το να αγωνίζεσαι σε ένα γήπεδο γεμάτο από 8000 κόσμο ήταν κάτι που δεν θα το ξεχάσω. Με το που μπήκα μέσα 8000 άνθρωποι χτυπούσαν τα πόδια τους στο πάτωμα κι ένιωσα σαν να γίνονταν σεισμός. Έπαιξα τον πρώτο μου αγώνα με έναν Ταϊλανδό παγκόσμιο πρωταθλητή, κατάφερα να τον κερδίζω αλλά θυμάμαι ότι στον δεύτερο γύρο τα πόδια μου άρχισαν να με “πουλάνε”, τα αισθανόμουν αδύναμα και δεν άντεχαν την πίεση ενός τέτοιου αγώνα. Στην δεύτερη αναμέτρηση με έναν Αιγύπτιο αθλητή αν και ξεκίνησα καλά, έχασα το προβάδισμα και έπρεπε να τον κυνηγήσω. Αν πήγαινα τον αγώνα τακτικά ίσως να κέρδιζα. Αλλά επειδή ήμουν πίσω στο σκορ κι έπρεπε να κυνηγήσω δεν είχα την αντοχή και τη δύναμη να το κάνω.”
Για την καριέρα του το διάστημα 2005-2010
“Μετά τους Ολυμπιακούς της Αθήνας ήμουν σίγουρος ότι ο λόγος που δεν διακρίθηκα ήταν λόγω της επιλογής κατηγορίας που έκανα και για αυτό αποφάσισα να αγωνιστώ δύο κατηγορίες πιο πάνω. Είχα τρομερή βελτίωση και ξαναβρήκα τον εαυτό μου. Είχα δύο μετάλλιο σε διεθνείς διοργανώσεις και το 2010 στην περίοδο που προετοιμαζόμουν για το πανελλήνιο πρωτάθλημα την ώρα της προπόνησης ένιωσα μια θαμπάδα στο αριστερό μου μάτι. Πήγα σε οφθαλμίατρο κι εκείνος με ρώτησε αν ασχολούμαι με τον υπολογιστή και αν ενημερώνομαι από το διαδίκτυο. Του απάντησα αρνητικά και μου είπε να μην το κάνω και τότε για αυτό που θα μου έλεγε. Έχεις μία πάθηση που λέγεται οπτική νευρίτιδα, που είναι το πρώτο σύμπτωμα της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να πάω σε έναν υπολογιστή και να ψάξω. Πατώντας οπτική νευρίτιδα σου βγάζει σκλήρυνση κατά πλάκας και το αντίστροφο. Παρόλα αυτά δεν σταμάτησα τους αγώνες και στον τελευταίο στην Ελλάδα έπαιζα με ένα μάτι. Εκεί κατάλαβα ότι ήρθε η στιγμή να σταματήσω όχι γιατί είχα αυτή την πάθηση αλλά γιατί ήμουν ήδη τριάντα χρονών και εφόσον συνέβη κι αυτό σκέφτηκα ότι “καλύτερα τώρα Μιχάλη να χαλαρώσεις, να απολαύσεις αυτά που έχεις καταφέρει και να δεις τι θα κάνεις στη συνέχεια γιατί δεν μπορείς να είσαι μια ζωή αθλητής”
“Οι εξετάσεις μου έδειξαν ότι δεν έχω σκλήρυνση κατά πλάκας αλλά μου είπαν οι γιατροί ότι υπήρχε περίπτωση στα επόμενα πέντε χρόνια να εμφανιστεί αυτή η αρρώστια. Πέρασαν τα πέντε χρόνια, ευτυχώς είμαι υγιής, έχω μόνο ένα μικρό κουσούρι στο μάτι μου, το οποίο δεν ήταν όπως την πρώτη στιγμή αλλά υπάρχει μια μικρή θολούρα.”
“Εγώ αυτό που λέω στους μαθητές μου σήμερα είναι ότι κάνουν να το κάνουν από αγάπη αλλά όταν αποφασίσουν να κάνουν πρωταθλητισμό είναι μονόδρομος ή θα κουραστούν και θα πονέσουν και κάποια στιγμή ίσως να δικαιωθούν ή να μην ασχοληθούν καθόλου με τον πρωταθλητισμό γιατί ο πρωταθλητισμός είναι για λίγους, δεν είναι για πολλούς.”
“Η γεύση που μου αφήνει όλη αυτή η καριέρα είναι ξεχωριστή, είναι μόνο γλυκιά και αυτό γιατί αν θα άλλαζα τη ζωή μου θα ξαναέκανα τα ίδια πράγματα, θα ήθελα να είχα τις ίδιες αποτυχίες, να ξαναζήσω τις ίδιες δυσκολίες και αυτό γιατί σήμερα δεν είμαι περήφανος για τα μετάλλια που έχω κατακτήσει, είμαι υπερήφανος, που έβαλα σε διαδικασία τον εαυτό μου, να ξεπεράσει τα όρια του, γι αυτό είμαι περήφανος, οπότε δεν θα μπορούσα να το ξαναλλάξω αυτό!”