Featured | Ανοίγοντας «το κουτί της Πανδώρας», θα αγγίξουμε ένα βαθύ και πολύπλοκο κεφάλαιο στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, αυτό των μετρήσεων! Ο θαυμαστός αυτός κόσμος, μπορεί να μας ανοίξει τα μάτια εάν είμαστε σε θέση να «μεταφράσουμε» αυτό που κοιτάμε. Παρακάτω, θα γνωρίσουμε τις μετρήσεις της DVB-T, θα τις συγκρίνουμε μεταξύ τους και θα ανοίξουμε τις πόρτες σε αυτό το τεράστιο κεφάλαιο, ώστε να είμαστε έτοιμοι να διαβάσουμε αυτά που θα μας δείξει το πεδιόμετρό μας.
Η επίγεια ψηφιακή τηλεόραση έφτασε και πολλές κεραίες πλέον νιώθουν το αεράκι της στα δίπολά τους και περιμένουν ένα δέκτη για να παραδώσουν το σήμα που λαμβάνουν… Η DVB-T θα μας δώσει πολλά καλά, όπως περισσότερη πληροφορία, καλύτερη ποιότητα θέασης, νέες υπηρεσίες και άλλα πολλά. Μαζί με αυτά όμως, θα μας δώσει και …καινούρια προβλήματα, σπαζοκεφαλιές, ερωτήματα. Τα όπλα μας για να τα αντιμετωπίσουμε όλα αυτά, είναι οι μετρήσεις. Φυσικά όμως, όπως είναι νέα για μας η τεχνολογία της επίγειας ψηφιακής, έτσι νέες είναι και οι μετρήσεις της. Στο σύντομο μέλλον, θα κοιτάμε ανεξερεύνητα μενού των πεδιομέτρων μας, με νέες έννοιες και διαγράμματα, γιατί πλέον δεν θα λαμβάνουμε μόνο αναλογικά PAL ή δορυφορικά QPSK σήματα, αλλά και ψηφιακά COFDM κανάλια! Ο δρόμος για την κατάκτηση και τη βαθιά κατανόηση των μετρήσεων είναι πολύ μακρύς, όμως η γνωριμία με αυτές είναι το πρώτο βήμα. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν…
MER – Modulation Error Ratio
To MER δηλώνει την αναλογία του σφάλματος διαμόρφωσης. Είναι μια νέα μέτρηση, η οποία όπως θα δούμε, θα μας βοηθήσει πολύ στην επίγεια ψηφιακή τηλεόραση. Στην εικόνα 2 βλέπετε ένα σήμα COFDM, που χρησιμοποιεί διαμόρφωση 16QAM, κατά την πολυπλεξία FDM της COFDM. Κάθε σταυρός αντιστοιχεί σε μια υποφέρουσα, δηλώνοντας το πλάτος της και τη φάση της, τα δύο στοιχεία δηλαδή που αλλάζει η QAM, κατά τη διαμόρφωση ενός σήματος. Το μπλε διάνυσμα δηλώνει την υποφέρουσα της ιδανικής λήψης, ενώ το πορτοκαλί την υποφέρουσα της πραγματικής λήψης. Όπως βλέπουμε, η υποφέρουσα της πραγματικής λήψης αποκλίνει από την ιδανική, όσον αφορά το πλάτος και τη φάση της. Η διανυσματική διαφορά των δύο, που αναπαρίστανται με το κόκκινο διάνυσμα, δηλώνει το σφάλμα διαμόρφωσης. Δηλαδή έχουμε
Το MER όμως είπαμε, είναι η αναλογία του σφάλματος διαμόρφωσης και ο τύπος που μας το προσδιορίζει είναι:
Βλέπουμε λοιπόν, ότι το σφάλμα διαμόρφωσης είναι αντιστρόφως ανάλογο με την τιμή του MER. Οπότε, όσο μικρότερο είναι το σφάλμα διαμόρφωσης, δηλαδή όσο λιγότερο αποκλίνει το σήμα λήψης από το ιδανικό, τόσο μεγαλύτερη είναι η ένδειξη του MER. Άρα:
ΟΣΟ ΑΥΞΑΝΕΙ Η ΕΝΔΕΙΞΗ MER, ΤΟΣΟ ΒΕΛΤΙΩΝΕΤΑΙ ΤΟ ΣΗΜΑ ΛΗΞΗΣ. |
BER – Bit Error Ratio
Να σας προλάβω, πριν αρχίσετε να …δαγκώνετε για την ερμηνεία των αρχικών του BER! Στις διάφορες βιβλιογραφίες που μελέτησα για να συλλέξω πληροφορίες για τη COFDM και τις μετρήσεις της, συνάντησα το BER ως Bit Error Rate, αλλά και ως Bit Error Ratio. Δεν πρόκειται για λογοπαίγνιο, αλλά για διαφορετική απόδοση της έννοιας του BER, αφού, από τη μια παρουσιάζεται ως ρυθμός των εσφαλμένων bit και από την άλλη ως αναλογία των εσφαλμένων bit. Έφτασα έως την «πηγή», έναν άνθρωπο που βρίσκεται στη μελέτη και στην εξέλιξη της COFDΜ και δυστυχώς η απάντηση που πήρα και από εκεί δεν ήταν μονολεκτική… Οπότε, μην παραξενευτείτε εάν συναντήσετε το BER είτε ως ratio είτε έως rate. Περισσότερη σημασία όμως, έχει να κατανοήσουμε τη μέτρηση καθαυτή και έπειτα μπορεί ο καθένας να την αποδώσει όπως εκτιμά καλύτερα.
Το BER αναφέρεται στα εσφαλμένα bit της σειράς δεδομένων κατά τη λήψη. Για παράδειγμα, μια ένδειξη στο πεδιόμετρο 3.1E-7, δηλαδή 3,1×10-7, σημαίνει 3,1 λανθασμένα bit σε κάθε 10.000.000 bit. Οπότε, όσο μικραίνει το BER τόσο καλύτερο είναι το σήμα λήψης, εφόσον έχουμε λιγότερα εσφαλμένα bit. Προσοχή όμως στον αρνητικό εκθέτη της ένδειξης, ο οποίος όσο αυξάνει το BER μειώνεται. Άρα:
όσο μικραίνει το BER, τόσο καλύτερο είναι το σήμα λήψης |
Κατά τη λήψη ενός σήματος COFDM, εφαρμόζονται δύο διορθώσεις σφάλματος (όπως και κατά τη λήψη ενός δορυφορικού σήματος QPSK), όπως βλέπουμε στο block διάγραμμα της εικόνας 4 του τμήματος λήψης. Η μέτρηση του BER, εφαρμόζεται πριν και μετά το διορθωτή Viterbi, δείχνοντάς μας τα σφάλματα απευθείας μετά τη λήψη, αλλά και μετά την πρώτη διόρθωση λαθών.
CSI – Channel State Information
Μια ακόμη νέα μέτρηση που πρωτογνωρίζουμε από την επίγεια ψηφιακή τηλεόραση DVB-T, είναι η CSI και δηλώνει το θόρυβο μέσα σε κάθε φέρουσα του σήματος COFDM. Πιο συγκεκριμένα, όσο μειώνεται το CSI, τόσο μεγαλύτερες ανοχές στο θόρυβο έχει το σήμα, οπότε και η λήψη μας είναι καλύτερη. Άρα:
όσο μικραίνει το CSI, τόσο καλύτερο είναι το σήμα λήψης |
To CSI είναι ποσοστιαία μέτρηση από 0-100% και όπως είπαμε, το σήμα βελτιώνεται σε τιμές τείνοντος του μηδενός. Ο γενικός κανόνας λέει ότι 1dB επιπλέον περιθώριο στο θόρυβο, μειώνει κατά 2.6% το CSI.
To MER σε σχέση με το BER
Η συμπεριφορά του MER σε σχέση με την αυξομείωση της ποιότητας του σήματος λήψης είναι γραμμική, σε αντίθεση με του BER που είναι λογαριθμική. Ας ρίξουμε μια ματιά στο σχέδιο της εικόνας 6, όπου βλέπουμε το MER και το BER σε σχέση με το θόρυβο (στον άξονα x) του σήματος. Παρατηρούμε την αύξουσα γραμμική συνάρτηση του MER, σε σχέση με την ποιότητα του σήματος, ενώ αντίθετα το BER, μειώνεται καθώς βελτιώνεται η ποιότητα του σήματος. Αυτό όμως που έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι ένα σημείο στο διάγραμμα του BER, όπου με πολύ μικρή αλλαγή της ποιότητας του σήματος, το BER μειώνεται απότομα. Αυτό το σημείο, η «κατηφόρα» στο διάγραμμα του BER, ονομάζεται «cliff effect» και είναι το σημείο όπου το σήμα λήψης μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό ή όχι. Έτσι λοιπόν, το BER μας δείχνει με μεγάλη ακρίβεια σε ποιο σημείο της «κατηφόρας» είμαστε, δηλαδή πόσο κοντά είμαστε στην οριακή λήψη ή αλλιώς, πόσο κοντά είμαστε στο κατώφλι, όπου το σήμα μας θεωρείται ικανοποιητικό. Το κατώφλι αυτό ονομάζεται QEF – Quasi Error Free και η τιμή του QEF=2.0×10-4 BER σημαίνει 2 εσφαλμένα bit, σε κάθε 10.000 bit εκπομπής.
Δεξιά ή αριστερά του «cliff effect» βλέπουμε ότι το BER παραμένει σταθερό. Έτσι, λοιπόν, πέραν του σημείου αυτού, το BER δεν μπορεί να μας βοηθήσει στη μέτρηση του σήματος λήψης. Αντιθέτως, όπως βλέπουμε και στο διάγραμμα, το MER με αύξουσα γραμμική συμπεριφορά, μας δίνει τις πληροφορίες που θέλουμε. |
To CSI σε σχέση με το BER
Για να συγκρίνουμε τις δύο αυτές μετρήσεις, θα μελετήσουμε την εικόνα 5, που λάβαμε από το πεδιόμετρο PROLINK-4 Premium, μετρώντας το ψηφιακό κανάλι της ΕΡΤ. Αυτό που βλέπουμε στη μέτρηση, είναι ότι το BER έχει φτάσει στο χαμηλότερο σημείο της ένδειξής του και δεν μπορεί να μειωθεί άλλο. Επομένως, από το BER, δεν μπορούμε να καταλάβουμε εάν το σήμα μας μπορεί να βελτιωθεί περισσότερο ή όχι. Αντιθέτως όμως, το CSI μπορεί να μειωθεί κι άλλο, δείχνοντάς μας ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης.
Το CSI είναι μια μέτρηση, που θα μας βοηθήσει να πάρουμε το καλύτερο αποτέλεσμα κατά τη λήψη μας και θα μας δείξει την ποιότητα εκπομπής του σήματος που λαμβάνουμε. |
Για παράδειγμα, ας φανταστούμε ότι έχουμε τελειοποιήσει τη ρύθμιση της κεραίας μας (από το BER και το MER). Με το CSI θα μπορέσουμε να συγκρίνουμε την ποιότητα εκπομπής δύο διαφορετικών σταθμών, ώστε να γνωρίζουμε τα μέγιστα, που μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτούς.
C/N – Carrier to Noise Ratio
To C/N, παλιός μας γνώριμος σε οτιδήποτε σήμα έχουμε μετρήσει, είναι παρόν και στην ψηφιακή επίγεια τηλεόραση.
Το C/N δηλώνει την αναλογία της μέσης στάθμης του σήματος και της μέσης στάθμης του θορύβου, μέσα στο εύρος του καναλιού. |
Αυτός όμως είναι ο θεωρητικός ορισμός του C/N. Είναι αυτό που θα ήθελε να μας δείξει το C/N… Όμως στην πράξη τα πράγματα είναι διαφορετικά, για τον απλούστατο λόγο ότι τα πεδιόμετρα δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το θόρυβο από το ωφέλιμο σήμα, για να τον μετρήσουν μέσα στο εύρος του καναλιού, αφού γι’ αυτά είναι το ίδιο πράγμα: σήματα στο πεδίο των συχνοτήτων. Στα αναλογικά κανάλια, τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα, αφού πέρα από τη φέρουσα εικόνας και ήχου, το κανάλι ήταν άδειο και έτσι ενδιάμεσα μπορούσε να μετρηθεί ο θόρυβος. Στην ψηφιακή DVB–T όμως, μέσα σε ένα κανάλι εύρους 8MHz είναι χιλιάδες φέρουσες, οπότε και είναι αδύνατο να μετρηθεί ο θόρυβος πίσω από αυτό. Έτσι λοιπόν, ο θόρυβος μετριέται έξω από το κανάλι, σε απόσταση από τη συχνότητα συντονισμού, το μισό του εύρους του καναλιού:
fθορύβου = fσυντονισμού ± ½ BW καναλιού (εικόνα 7 – εικόνα 17)
Αυτός είναι ο γενικός κανόνας μέτρησης του θορύβου. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν πολλοί τρόποι για τον τελικό υπολογισμό του C/N και από πεδιόμετρο σε πεδιόμετρο θα βρούμε μεγάλες διαφορές. Αυτός είναι και ο λόγος που έχουμε μεγάλες αποκλίσεις στο C/N, μεταξύ διαφορετικών οργάνων. Για να μάθετε τον τρόπο που υπολογίζει το πεδιόμετρό σας το C/N, συμβουλευτείτε αρχικά το εγχειρίδιο χρήσης του ή τους κατασκευαστές του. Ως παράδειγμα, μπορώ να σας παραθέσω τον τρόπο μέτρησης του C/N, από το PROLINK 4 Prenium, από το οποίο μάλιστα έχουμε λάβει τα φάσματα που βλέπετε στο παρόν άρθρο. Το συγκεκριμένο πεδιόμετρο λοιπόν, στην αυτόματη μέτρηση του C/N, μετράει το θόρυβο, εφαρμόζοντας ένα στενό φίλτρο 230kHz στη συχνότητα που υπολογίζει από την προαναφερθείσα εξίσωση (εικόνα 7). Έπειτα όμως, για να υπολογίσει το C/N και να το αναγάγει στο εύρος των 8MHz, χρησιμοποιεί τον τύπο:
C/N = (Ισχύς συχνότητας συντονισμού) – (Ισχύς θορύβου) + 10log(8MHz/230KHz).
Μέσα όμως στο εγχειρίδιο χρήσης, αναφέρεται ότι υπάρχει η πιθανότητα λανθασμένης μέτρησης του θορύβου, σε περιπτώσεις όπως αυτή της εικόνας 8, όπου υπάρχει μεγάλη παρεμβολή στο σημείο μέτρησης από διπλανό αναλογικό κανάλι, το οποίο όμως δεν προσθέτει απαραίτητα θόρυβο μέσα στο ψηφιακό κανάλι. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει η επιλογή, που επιτρέπει το χειροκίνητο ορισμό της συχνότητας μέτρησης του θορύβου (reference noise).
Από όλα τα παραπάνω, καταλαβαίνετε ότι το C/N δεν είναι μια σαφής μέτρηση, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για ψηφιακά κανάλια. Υπολογίζεται από πατέντες που εφαρμόζονται, προκειμένου να ξεχωρίσει το πεδιόμετρο το θόρυβο από το ωφέλιμο σήμα και έχουν πολλές πιθανότητες να καταλήξουν σε λανθασμένη ένδειξη. Ο θόρυβος, όσο κατανοητός είναι σε εμάς, τόσο «δυσανάγνωστος» είναι για τα πεδιόμετρά μας. Αυτό φυσικά δεν αποκλείει και την περίπτωση της σωστής μέτρησης του C/N. Όμως, η δικιά μου άποψη είναι ό,τι καλύτερα να βασιστείτε στις άλλες μετρήσεις για να βγάλετε τα συμπεράσματά σας, για να μη στηρίζεστε στις πιθανότητες…
Constellation diagram – Διάγραμμα Αστερισμού
Μια πολύ εντυπωσιακή και κατατοπιστική μέτρηση, είναι το διάγραμμα constellation, το οποίο μας παρουσιάζει τη θέση και τη μορφή των υποφερουσών, της διαμόρφωσης QAM στο τεταρτημόριο. Στη δικιά μας COFDM, έχουμε πει ότι χρησιμοποιείται διαμόρφωση 16QAM κατά την πολυπλεξία, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και 64QAM. Στην εικόνα 9 βλέπετε το διάγραμμα constellation στο κανάλι 48 της επίγειας ψηφιακής μετάδοσης στην Αθήνα. Μπορείτε να διακρίνετε τις 16 τελίτσες, που αντιστοιχούν στις 16 υποφέρουσες και δηλώνουν το πλάτος και τη φάση τους.
Το διάγραμμα constellation μας δείχνει με μια ματιά εάν έχουμε θόρυβο στο σήμα λήψης, σφάλμα στη φάση ή στη θέση των υποφερουσών στο τεταρτημόριο ή παρεμβολές από άλλα κανάλια. |
Για να μελετήσουμε το constellation και να το κατανοήσουμε καλύτερα, θα χρησιμοποιήσουμε φωτογραφίες από COFDM με 64QAM που λάβαμε από το εγχειρίδιο χρήσης του PROLINK 4 Premium, για να έχουμε πλούσια εικόνα
[1]:
- Στο φάσμα της εικόνας 10,βλέπετε τη λήψη ενός άρτιου σήματος.
- Στο φάσμα της εικόνας 11, βλέπετε τη λήψη ενός σήματος με θόρυβο. Παρατηρήστε ότι το στίγμα των υποφερουσών έχει «φουσκώσει».
- Στο φάσμα της εικόνας 12, βλέπετε ότι οι υποφέρουσες του σήματος λήψης δεν είναι στα σωστά σημεία στο τεταρτημόριο, υποδεικνύοντας λανθασμένες τιμές σε πλάτος και φάση.
- Στο φάσμα της εικόνας 13, εκτός από την παρουσία θορύβου (φουσκωμένες υποφέρουσες), οι υποφέρουσες δεν είναι σωστά τοποθετημένες στο τεταρτημόριο.
- Στο φάσμα της εικόνας 14, βλέπετε ένα σήμα λήψης με πρόβλημα στη φάση των υποφερουσών. Παρατηρήστε ότι όχι όλες, αλλά ορισμένες υποφέρουσες, αποκλίνουν από τη σωστή τους θέση. Αυτό έχει ως συνέπεια, ο δέκτης να τις μεταφράσει λάθος, εφόσον δίνουν λανθασμένες πληροφορίες για το πλάτος και τη φάση τους.
Το constellation μας δίνει κυριολεκτικά μια πολύ καλή εικόνα του σήματος λήψης! Το μόνο αρνητικό της μέτρησης, είναι ότι είναι …δυσεύρετη!
Impulse Response
Η διαμόρφωση COFDM, προσδίδει στην DVB-T την ιδιότητα να δουλέψει σε μονοσυχνοτικό δίκτυο – SFN. Ένα δίκτυο SFN, δίνει τη δυνατότητα στον παροχέα να εκπέμπει στο ίδιο κανάλι. Για παράδειγμα, στην Αθήνα, η ΕΡΤ θα εκπέμψει στο κανάλι 48 από Υμηττό, Πάρνηθα και Αίγινα.
Το Impulse Response μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε τις διαφορετικές λήψεις ενός μονοσυχνοτικού δικτύου και να τις συγκρίνουμε μεταξύ τους. |
Στο εικόνα 15 βλέπετε ένα φάσμα από Impulse Response. Για τη μέτρηση αυτή, το πεδιόμετρο εντοπίζει την ισχυρότερη λήψη και την τοποθετεί στο πεδίο του χρόνου σε t=0 και δεξιότερα παρουσιάζει τις υπόλοιπες λήψεις. Έτσι, στον οριζόντιο άξονα, έχουμε τους διαφορετικούς χρόνους άφιξης και στον κατακόρυφο τις διαφορετικές στάθμες των λήψεων. Η ανάγνωση της μέτρησης γίνεται πάντα, συγκρίνοντας τη λήψη στο χρόνο t=0 με κάποια άλλη. Στην εικόνα 15, βλέπετε τον κέρσορα εστιασμένο στη δεξιότερη λήψη. Οι μετρήσεις που παίρνουμε σύμφωνα με το φάσμα της εικόνας για τη συγκεκριμένη λήψη, είναι οι εξής:
o Η λήψη αφίχθη 147μs αργότερα, από τη λήψη αναφοράς.
o Η στάθμη της είναι 25,2dB χαμηλότερη, από τη λήψη αναφοράς.
o Οι πηγές των δύο λήψεων, απέχουν προσεγγιστικά 44km.
Όπως καταλαβαίνετε, ο σκοπός της μέτρησης Impulse Response, δεν είναι για το συντονισμό μιας κεραίας ή τη ρύθμιση ενός ενισχυτή, αλλά για να γνωρίζουμε τι σήματα λαμβάνουμε. Μετρώντας το Impulse Response στην Αθήνα, λαμβάνουμε την εικόνα 16, όπου έχουμε μία μόνο κυματομορφή, εφόσον προς το παρόν η ΕΡΤ εκπέμπει μόνο από τον Υμηττό.
Το φάσμα και η Ισχύς
Να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε τους παλαίμαχους του παιχνιδιού, που όπως φαίνεται γέρασαν αρκετά και δεν θα μας βοηθήσουν και πολύ!.. Αυτές οι δύο οι μετρήσεις, είναι μάλιστα οι μόνες απομείναντες στα παλιά αναλογικά πεδιόμετρα, τα οποία, πέραν αυτών είναι «τυφλά» στην επίγεια ψηφιακή τηλεόραση.
Στην εικόνα 17 βλέπουμε το τραπέζιο σχήμα ενός ψηφιακού καναλιού. Όσο πιο τραπέζιο είναι το σχήμα του καναλιού, τόσο καλύτερη είναι η λήψη της DVB-T, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι στην περίπτωση που έχουμε «κουτσουρεμένο» τραπέζιο, δεν μπορούμε να αποδιαμορφώσουμε το σήμα λήψης. Όσον αφορά τώρα την ισχύ του ψηφιακού καναλιού, δυστυχώς δεν θα μας βοηθήσει και πολύ στην κατανόηση της ποιότητάς του. Εμπειρικά να σας αναφέρω, ότι σε διάφορες πειραματικές μετρήσεις, ο δέκτης άνοιξε το ψηφιακό μπουκέτο με λιγότερα από 35dBμV, ενώ παρατηρήθηκε σε υψηλότερες στάθμες, να μειώνονται οι τιμές στις μετρήσεις ποιότητας.
Ας ρίξουμε μια ματιά σε δύο πολύ ιδιαίτερα φάσματα, που δημιουργήθηκαν στα εργαστήρια του BBC και για καλή μας τύχη έφτασαν και στα δικά μας χέρια: Στην εικόνα 18 βλέπουμε την παρεμβολή ενός αναλογικού καναλιού PAL, σε ένα ψηφιακό. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε εύκολα τη φέρουσα εικόνας και ήχου του αναλογικού καναλιού, που προεξέχουν από το τραπέζιο του ψηφιακού καναλιού. Στην εικόνα 19, το περίεργο αυτό σχήμα είναι ένα ψηφιακό κανάλι, με προβληματική πολυκατευθυντική λήψη. Δηλαδή, αυτό που κοιτάμε στην εικόνα, είναι ένα τραπέζιο ενός ψηφιακού καναλιού, χαλασμένο από τις διαφορετικές λήψεις του ιδίου.
{p21}Κλείνοντας…
Στο σημείο αυτό, θα κλείσουμε την πολύ σύντομη αναφορά μας στο τεράστιο αυτό κεφάλαιο των μετρήσεων, οπωσδήποτε το σημαντικότερο κεφάλαιο στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Οι μετρήσεις είναι το εργαλείο για την κατανόηση και την επίλυση των προβλημάτων που συναντάμε καθημερινά στην πράξη, αλλά και ο καλύτερος δάσκαλος στην εξερεύνηση των επιμέρους τεχνολογιών. Κοιτώντας τις μετρήσεις στο πεδιόμετρό μας, μπορούμε όχι απλά να ρυθμίσουμε καλύτερα έναν ενισχυτή ή μια κεραία, αλλά και να κατανοήσουμε σε βάθος τη συμπεριφορά των σημάτων στα μέσα επικοινωνίας. Για την κατάκτηση λοιπόν αυτού του κεφαλαίου, απαιτείται βαθιά γνώση της θεωρίας του εκάστοτε αντικειμένου, αλλά και αμέτρητες ώρες στην πράξη, ώστε να γίνει ο ιδανικός συνδυασμός της θεωρητικής και πρακτικής γνώσης. Το πρώτο βήμα όμως, είναι φυσικά η γνωριμία με αυτές και ελπίζουμε πως έγινε μέσα από τις παραπάνω σελίδες…
[1] Μην παραξενευτείτε στην ένδειξη QAM στα αριστερά. Ακριβώς ίδια είναι και η εικόνα για τη COFDM, αφού ουσιαστικά και πάλι είναι η ένδειξη της QAM…