Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookie ώστε να μπορούμε να σας παρέχουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήστη. Οι πληροφορίες cookie αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησης σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η ανάγνωση σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπο μας και η βοήθεια της ομάδας μας να κατανοήσει ποιες ενότητες του ιστοτόπου θεωρείτε πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες.
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ενισχυτής δορυφορικού σήματος
Από τη θεωρία στην πράξη
Featured | Ενισχυτής γραμμής δορυφορικού σήματος (Sat IF Line Amplifier) ονομάζεται η ενισχυτική βαθμίδα που ενισχύει όλο το φάσμα των ενδιάμεσων δορυφορικών συχνοτήτων μεταξύ 950-2150ΜHz, με αποκλειστικό σκοπό την εξισορρόπηση των απωλειών διανομής σε ένα καλωδιακό δίκτυο.
Ο ενισχυτής στην απλή του μορφή ουσιαστικά παρεμβάλλεται εν μέσω καλωδίου καθόδου μεταξύ LNB και δορυφορικού δέκτη, ενώ σε πιο σύνθετες κεντρικού τύπου εγκαταστάσεις παρεμβάλλεται μεταξύ επεκτάσιμων μονάδων πολυδιακοπτών τύπου cascade.
Οι γραμμικοί ενισχυτές χωρίζονται σε δυο κατηγορίες, στους αυτοτροφοδοτούμενους, οι οποίοι τροφοδοτούνται μέσω της τάσης πόλωσης του δέκτη προς το LNB και προορίζονται για πιο απλές εφαρμογές με σταθερό gain που κυμαίνεται στα 10-25dΒ και στους stand alone, που διαθέτουν ξεχωριστό τροφοδοτικό και προορίζονται τόσο για ατομικές εγκαταστάσεις όσο και για κεντρικού τύπου εγκαταστάσεις σε συστοιχίες πολυδιακοπτών (σε αυτήν την περίπτωση το gain φτάνει μέχρι 30dΒ, αλλά ρυθμίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της εγκατάστασης). Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και περιπτώσεις αυτοτροφοδοτούμενων γραμμικών ενισχυτών, που μπορεί να μην υπάρχει ρυθμιστικό απολαβής.
Παρ’ όλη την απλοϊκότητα και ευκολία της εγκατάστασης (κυρίως σε οικιακές εφαρμογές) υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που ακολουθούνται για την τοποθέτηση των ενισχυτών γραμμής και την επίτευξη του μέγιστου δυνατού αποτελέσματος.
Η χρήση ενός γραμμικού ενισχυτή δεν μπορεί να εξισορροπήσει την αδυναμία ενός κεραιοσυστήματος να αποδώσει μια ή περισσότερες δορυφορικές συχνότητες. Έτσι εάν για κάποιο λόγο έχουμε αδυναμία λήψης συγκεκριμένων συχνοτήτων, θα πρέπει να επικεντρωθούμε αποκλειστικά στο κεραιοσύστημά μας και συγκεκριμένα στο μέγεθος του κατόπτρου ή στον συνδυασμό κατόπτρου – LΝΒ.
Εφόσον λαμβάνουμε με το κεραιοσύστημά μας το επιθυμητό φάσμα συχνοτήτων ενός ή περισσότερων δορυφόρων, ο ενισχυτής αναλαμβάνει να υπερκεράσει τις φυσιολογικές απώλειες διανομής του καλωδιακού μας δικτύου, ειδικότερα εάν έχουμε μεγάλο μήκος καλωδίου ή παρεμβάλλονται πολλά υλικά διανομής (μίκτης TV-SAT με συστοιχία σηματοδοτών).
Η χρήση ενός γραμμικού ενισχυτή δεν είναι πάντα απαραίτητη, ειδικότερα όταν αναφερόμαστε σε οικιακού τύπου εγκαταστάσεις, με μικρά μήκη καλωδίων. Επίσης σε νέες εγκαταστάσεις που απαιτούν μεγαλύτερο μήκος καλωδίων (άνω των 30 μέτρων), είναι πολύ προτιμότερο να επιλέξουμε ένα πολύ καλής ποιότητας καλώδιο σε συνδυασμό με ένα High gain LΝΒ, παρά να στραφούμε στην επιλογή ενός γραμμικού ενισχυτή. Συνήθως είναι απαραίτητος σε εγκαταστάσεις με παλαιά γερασμένα καλώδια, που τα χαρακτηριστικά τους έχουν αλλοιωθεί με το πέρασμα του χρόνου ή σε εγκαταστάσεις με ακατάλληλα για δορυφορική λήψη καλώδια, ακόμα και μικρότερου σχετικά μήκους ή σε περιπτώσεις κακοσχεδιασμένων δικτύων διανομής με πολλούς σηματοδότες (πρίζες) σε σειρά.
Τοποθέτηση στο δίκτυο
Το σημείο τοποθέτησης ενός γραμμικού ενισχυτή πάνω στο καλωδιακό δίκτυο είναι ίσως η πιο σημαντική παράμετρος για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού αποτελέσματος. Εάν αναφερόμαστε σε ατομικές εγκαταστάσεις ενός καλωδίου καθόδου, χρησιμοποιούμε αυτοτροφοδοτούμενους ενισχυτές, που μας δίνουν το πλεονέκτημα να τοποθετηθούν οπουδήποτε, ανεξαρτήτως παροχής ρεύματος. Τοποθετούνται, εφόσον είναι εφικτό, περίπου στη μέση του μήκους καλωδίου καθόδου, χωρίς αυτό να είναι πάντα κανόνας. Εάν ο γραμμικός ενισχυτής που θα χρησιμοποιήσουμε έχει ονομαστική τιμή απολαβής μη ρυθμιζόμενη, τότε πρέπει να υπολογίσουμε τις απώλειες στάθμης του καλωδίου και να επιλέξουμε ενισχυτή με την απολαβή.
Αυτό βέβαια ίσως είναι πιο εύκολο να υπολογισθεί σε μια νέα εγκατάσταση με καινούργιο καλώδιο και πιο δύσκολο σε μια παλαιού τύπου εγκατάσταση με καλώδια που έχουν χάσει τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά λόγω φυσικής φθοράς.
Αποφεύγουμε την τοποθέτηση πλησίον του κεραιοσυστήματός, μιας και υπάρχει σοβαρή πιθανότητα παραμόρφωσης του σήματος με αποτέλεσμα την απώλεια ποιότητας σε κάποιες συχνότητες, έως και την ολοκληρωτική απώλειά τους. Επίσης αποφεύγουμε την τοποθέτηση στο άλλο άκρο της καθόδου (δηλαδή κοντά στον δορυφορικό δέκτη), μιας και σε αυτήν την περίπτωση έχουμε υψηλότερα επίπεδα θορύβου και χαμηλότερα επίπεδα ωφέλιμου σήματος προς ενίσχυση, με αποτέλεσμα την επίτευξη αντίστροφου αποτελέσματος.
Οι ενισχυτές με δικό τους τροφοδοτικό και μια είσοδο – έξοδο χρησιμοποιούνται σε λίγο πιο σύνθετες περιπτώσεις, δηλαδή όταν δεν έχουμε σημαντικές απώλειες καλωδίου, άλλα μεγαλύτερες απώλειες διανομής λόγω παθητικών στοιχείων, όπως splitter με πολλούς σηματοδότες και τροφοδότηση πολλών δεκτών στην ίδια μπάντα – πόλωση (π.χ. πρακτορεία ΟΠΑΠ με δέκτες OTE TV και δέκτες προγράμματος ΟΠΑΠ Eurobird VH).
Tέλος υπάρχουν γραμμικοί ενισχυτές με συστοιχίες εισόδων –εξόδων (μία για κάθε μπάντα -πόλωση για κάθε δορυφόρο), κατάλληλη για συστήματα κεντρικής διανομής με πολυδιακόπτες τύπου cascade. Σε αυτήν την περίπτωση τοποθετούνται είτε στην είσοδο του συστήματος cascade (εάν μεσολαβούν συστοιχίες με splitter πολώσεων, για να δημιουργήσουμε υποστήλες), είτε σε κάποιον ενδιάμεσο όροφο (όταν έχουμε μια μόνο βασική στήλη).
Στην πράξη
Οι ενισχυτές είτε είναι αυτοτροφοδοτούμενoι, είτε διαθέτουν δικό τους τροφοδοτικό, παρουσιάζουν διαφορετική συμπεριφορά μεταξύ τους κατά την ενίσχυση του φάσματος των ενδιάμεσων συχνοτήτων. Μάλιστα στην περίπτωση των αυτοτροφοδοτούμενων ενισχυτών χαμηλού κόστους παρατηρούνται και οι μεγαλύτερες διαφορές. Πέρα από την ονομαστική ενίσχυση (Gain) παρατηρούνται σημαντικές διαφορές κατά την εξισορρόπηση των υψηλότερων συχνοτήτων. Όπως γνωρίζουμε, ένα ομοαξονικό καλώδιο παρουσιάζει υψηλότερες απώλειες σε μια υψηλότερη συχνότητα σε σχέση με μία χαμηλότερη. Αντίστροφα ο ενισχυτής πρέπει να παρουσιάζει μεγαλύτερη ενίσχυση στις υψηλότερες συχνότητες σε σχέση με τις χαμηλότερες. Έτσι πρακτικά δύο ενισχυτές με ίδια απολαβή αποδίδουν στην έξοδό τους την ίδια συχνότητα με διαφορετική ποιότητα και στάθμη σήματος. Αυτό οφείλεται στα διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά του κάθε ενισχυτή, όπως ο θόρυβος που εισάγουν, η διαφορετική καμπύλη ενίσχυσης (slope) που παρουσιάζουν βάσει συχνοτήτων, κλπ.
Γενικότερα θα λέγαμε πως ο ενισχυτής που παρουσιάζει μεγαλύτερο Gain, δε σημαίνει πως θα αποδώσει πιστότερα όλο το φάσμα των δορυφορικών συχνοτήτων σε σχέση με έναν χαμηλότερης απολαβής. Πολλές φορές συμβαίνει και το αντίστροφο.
Συνήθως οι ενισχυτές γνωστών εργοστασίων αποδίδουν καλύτερα συγκριτικά με τα no name προϊόντα, αλλά παρόλα αυτά θα συναντήσουμε και σε αυτούς διαφορές, πάντα με σημείο αναφοράς τις συχνότητες που μας ενδιαφέρουν.
Τέλος κατά περίσταση μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε γραμμικούς ενισχυτές, που επιτρέπουν ή ενισχύουν τη διέλευση επίγειων συχνοτήτων στο φάσμα των 45-860MHz, κυρίως όταν σε ένα καλώδιο οδεύουν μικτά σήματα μέσω μικτών-διαχωριστών TV/Sat (επίγεια μπάντα 45-860ΜHz και δορυφορική μπάντα 950-2150 ΜΗz).
{gallery}9926{/gallery}